Πριν από λίγες ημέρες απεβίωσε ο τέως Βασιλιάς των Ελλήνων Κωνσταντίνος ο Β’, μετά από νοσηλεία λίγων ημερών σε θεραπευτήριο των Αθηνών.
Από την πρώτη στιγμή ανακοίνωσης της είδησης του θανάτου του τέως μονάρχη, πολιτικά κόμματα και πολιτικοί άρχισαν να προβαίνουν σε έναν απολογισμό της πολιτικής του πορείας, αποδίδοντας ιδιαίτερη έμφαση σε δύο γεγονότα, πέραν ίσως του δημοψηφίσματος για το πολιτειακό, που εν προκειμένω διεξήχθη τον Δεκέμβριο του 1974, με το αποτέλεσμα να είναι γνωστό.
Το πρώτο γεγονός είναι η εμπλοκή του τέως μονάρχη στην πολιτική κρίση που προκλήθηκε τον Ιούλιο του 1965 (τα γνωστά και ως ‘Ιουλιανά’), και το δεύτερο στο βασιλικό, στρατιωτικό αντί-κινημα που εκδηλώθηκε με πρωταγωνιστή τον Κωνσταντίνο, τον Δεκέμβριο του 1967. Το αντι-κίνημα μάλιστα υπήρξε καλά οργανωμένο, παρά το γεγονός πως απέτυχε να εκπληρώσει τους στόχους που είχαν εκ των προτέρων τεθεί.
Όμως, σε μία τέτοια περίπτωση (η σύγκρουση Γεωργίου Παπανδρέου και βασιλιά Κωνσταντίνου το 1965, θα μπορούσε να ιδωθεί ως το ιδιαίτερο αποτέλεσμα της σύγκρουσης γενεών), μένει εκτός πεδίου ανάλυσης, τόσο η πολιτική παρουσία του Κωνσταντίνου του Β’ την κρίσιμη περίοδο που ακολούθησε την κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας και την μετάβαση στη δημοκρατία, που ουσιαστικά, εκείνη την χρονική περίοδο ήσαν περισσότερο προεδρική, όσο και η εν ευρεία εννοία πολιτική του παρουσία την περίοδο της Μεταπολίτευσης.
Χρήζει θεωρητικής επισήμανσης το γεγονός πως παρ’ ότι ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν υπήρξε εκ των πρωταγωνιστών της διαδικασίας της μετάβασης στη δημοκρατία, ο ίδιος ωρίμασε, ευρισκόμενος στο εξωτερικό, μαζί με την Μεταπολιτευτική Δημοκρατία, την ικανότητα της οποίας να επιλύει προβλήματα και κοινωνικοπολιτικές εντάσεις και συγκρούσεις, δεν αμφισβήτησε ποτέ. Και αυτό είναι ένα γεγονός που οφείλουμε να το επισημάνουμε.
Η Μεταπολιτευτική πολιτική του συμπεριφορά υπήρξε υποδειγματική, όπως υποδειγματικός ήσαν και ο τρόπος με τον οποίο αποδέχθηκε και διαχειρίσθηκε την ήττα του στο δημοψήφισμα του 1974.
Παρακολουθώντας εκ του μακρόθεν τη διαδικασία θεσμικής ωρίμανσης και σταθεροποίησης της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, διαδικασία που όσο προχωρούσε, τόσο μειώνονταν και εξέλιπαν οι πιθανότητες πραγματοποίησης ενός δεύτερου πολιτειακού δημοψηφίσματος, ο τέως μονάρχης δεν διεκδικούσε για τον εαυτό του και για την οικογένεια του, παρά τον ‘τίτλο’ του Έλληνα πολίτη.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να επισημάνουμε πως ο Κωνσταντίνος ο Β’ παρέμεινε εκτός του κομματικού-πολιτικού ανταγωνισμού, επένδυσε πόρους προς τη διαφύλαξη της ιδιωτικότητας του (δεν ήταν αυτό που λέμε ‘συγκρουσιακό πολιτικό πρόσωπο’), αποφασίζοντας σταδιακά, περίπου προς τα μέσα της δεκαετίας του 1990, να προβεί σε ενέργειες αποκατάστασης του ονόματος του και του κύρους του θεσμού που κάποτε εκπροσωπούσε.
Ουσιαστικά, τότε μόνο ο τέως εστεμμένος μονάρχης αποφάσισε να μιλήσει για τον εαυτό του και για τα πεπραγμένα του, με διακύβευμα το να τα θυμίσει και στους νεότερους. Μέχρι τότε, άλλοι μιλούσαν και έγραφαν για τον ίδιο.
Σε αυτή την περίοδο των σχεδόν 50 χρόνων, ο τέως μονάρχης, αν και δεν συνέβαλλε στη συγκρότηση της πολιτικής κουλτούρας και της θεσμικής μνήμης της Μεταπολίτευσης, της αβασίλευτης Μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας, ενεγράφη εντός αυτής, όντας «αναπόσπαστο τμήμα της εθνικής ιστορίας», όπως έγραψε ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Κατά τον ίδιο, « η Ελληνική Δημοκρατία, προεδρευόμενη και κοινοβουλευτική, όπως ορίζει το Σύνταγμα, διαθέτει τη θεσμική ισχύ και την πολιτική αυτοπεποίθηση που της επιτρέπει να είναι μεγάθυμη και συμπεριληπτική. Η ιστορική μνήμη είναι προϋπόθεση του μέλλοντος». Ήταν σωστή η απόφαση της κυβέρνησης να αποφασίσει την ταφή του Κωνσταντίνου του Β’ στο Τατόι.
Παράλληλα όμως, θα μπορούσε να επιλεγεί, δίχως ενοχικά σύνδρομα (η Μεταπολιτευτική Ελληνική φιλελεύθερη Δημοκρατία είναι αρκούντως ισχυρή, όπως ορθώς επισημαίνει ο Ευάγγελος Βενιζέλος/Θα προσθέταμε: Και ανεπτυγμένη), η ταφή του με τιμές αρχηγού κράτους, ως ελάχιστο δείγμα σεβασμού του νεκρού, της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας και της ιστορικής μνήμης, και επίσης, ως ιδιαίτερο μάθημα ιστορίας για τις νεότερες γενιές.