Με την ανακοίνωση της υποψηφιότητας του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Ευκλείδη Τσακαλώτου, έχουμε ήδη υποψήφιους για την αρχηγία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Είχε προηγηθεί η υποψηφιότητα της επίσης βουλευτού Έφης Αχτσιόγλου, που εν προκειμένω επικέντρωσε την ομιλία της μέσα σε ένα σχεδόν ‘αποστειρωμένο’ φόντο, στο ‘πόσο πολύτιμη’ παραμένει η παρουσία του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, αποφεύγοντας οποιαδήποτε αναφορά στα αίτια της διπλής εκλογικής ήττας στις βουλευτικές εκλογές του Μαϊου και του Ιουνίου.
Εν αντιθέσει με τον πρώην υπουργό Οικονομίας, ο οποίος αναφέρθηκε, ακόμη και ακροθιγώς, στο ζήτημα των αιτίων της διπλής εκλογικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, επιδεικνύοντας μία ειλικρίνεια που αν δεν ξενίζει, τουλάχιστον ξαφνιάζει τον αναγνώστη της είδησης περί καθόδου του στις εσωκομματικές εκλογές. ««Θέλω ένα κόμμα που δεν λαϊκίζει, που είναι αξιόπιστο. Που ακούει όλο τον κόσμο, αλλά δεν ενσωματώνει όλα τα αιτήματα. Κανείς δεν μπορεί να το κάνει».
Υπό αυτό το πρίσμα, το γλωσσικό πρόθημα ‘δεν’ στην ομιλία Τσακαλώτου, είναι αυτό που παραπέμπει ευθέως στο κομματικό παρελθόν, πρόσφατο και μη, λειτουργεί ως δείκτης στοιχειώδους αυτοκριτικής (‘ναι κύριοι, λαϊκίζαμε και πολλές φορές απροκάλυπτα και ασύστολα’), φανερώνει ειλικρίνεια, στοιχείο που εξέλιπε από την παρουσίαση Αχτσιόγλου, η οποία διανθίστηκε από κοινότοπες και απλοϊκές αναφορές, μέσω των οποίων επεδίωξε τουλάχιστον να δείξει πως μπορεί και αφουγκράζεται τις τάσεις και τα ρεύματα της εποχής.
Εάν κατασκευάσουμε, θεωρητικώ τω τρόπω, έναν δείκτη μέτρησης της κοινοτοπίας, τότε η απάντηση στο ερώτημα που η ίδια έθεσε στον εαυτό της, συνιστά δείγμα πολύ υψηλής κοινοτοπίας. «Οι αντίπαλοι μας κατασκευάζουν το δίλημμα ‘’προς το Κέντρο ή προς την Αριστερά;’’. Δεν υπάρχει τέτοιο δίλημμα για εμάς. Ξέρουμε πολύ καλά με ποιους είμαστε. Είμαστε με τους πολλούς είμαστε με το δίκιο».
Η απάντηση, πέραν του ό,τι απευθύνεται στους πιο ‘μυημένους’ και πολιτικά συνειδητοποιημένους εκ του Συριζαϊκού ακροατηρίου, αντλεί από τα βασικότερα κομματικά εγχειρίδια και από την συνθηματολογία που υιοθέτησε το κόμμα κατά την διάρκεια διαφόρων προεκλογικών περιόδων, ειδικά στα θεωρούμενα ως ‘καλά’ εκλογικά και πολιτικά, χρόνια του.
Γενικεύοντας τόσο πολύ ώστε να τους ‘χωρά όλους’ και δίχως κανένα κριτήριο, και καταλήγοντας (λεκτικό σχήμα) να μην σημαίνει όχι τίποτε, αλλά τίποτε το αξιοσημείωτο. Τίποτε που να αξίζει να συζητηθεί επιπλέον. Τίποτε που να ωθεί τον άλλον να καταναλώσει φαιά ουσία.
Και οι δύο υποψήφιοι πάντως, φαίνεται πως ομνύουν σε ένα μοντέλο ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος (ποιες είναι οι Σοσιαλδημοκρατικές νύξεις; ), που θα διεκδικεί την κυβερνητική εξουσία και θα την ασκεί προς όφελος των ‘προοδευτικών’ κατά Αχτσιόγλου, και προς όφελος των κοινωνικά-ταξικά ευάλωτων (για τον Τσακαλώτο, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει πρωτίστως να είναι ‘ταξικό κόμμα’ που αποδίδει μεγάλη σημασία στην διάσταση της ταξικής ψήφου), κατά Τσακαλώτο. Που υπήρξε περισσότερο θεωρητικός στην δική του ομιλία, φέρνοντας στο νου τις θεωρητικές επεξεργασίες περί κράτους (το κράτος ως ‘παραγωγός πλούτου’) του Βρετανού Μαρξιστή Ralf Miliband και δευτερευόντως από τις ιδέες του Γάλλου κοινωνιολόγου Τομά Πικετί.
Εάν επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες που θέλουν τους Νίκο Παππά και Παύλο Πολάκη να είναι και αυτοί υποψήφιοι για την αρχηγία του κόμματος, θα έχουμε τέσσερις εν ενεργεία βουλευτές υποψήφιους, πράγμα που δεν παρατηρήσαμε στην αντίστοιχη εκλογική διαδικασία του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος-Κινήματος Αλλαγής το 2021, όταν οι τρεις εκ των υποψηφίων (Νίκος Ανδρουλάκης, Παύλος Γερουλάνος και Παύλος Χρηστίδης) δεν ήσαν εν ενεργεία βουλευτές του κόμματος.
Παράλληλα, και οι τέσσερις θα έχουν διατελέσει υπουργοί στο παρελθόν, κατέχοντας σημαντικά υπουργικά χαρτοφυλάκια, αποκτώντας την ιδιότητα του βουλευτή την τελευταία δεκαετία, με παλαιότερο όλων κοινοβουλευτικά τον Ευκλείδη Τσακαλώτο (πρωτοεκλέχθηκε το 2012) και νεότερη την Έφη Αχτσιόγλου, η οποία πρωτοεκλέχθηκε βουλευτής τον Ιούλιο του 2019.
Παππάς και Πολάκης τοποθετούνται στην ενδιάμεση κατηγορία (χρονιά εκλογής: 2015), εκπροσωπώντας εκείνη την κατηγορία μελών του ΣΥΡΙΖΑ που εισήλθαν μαζικά στο Κοινοβούλιο μετά την διπλή εκλογική επικράτηση του κόμματος στις βουλευτικές εκλογές του 2015. Τελικά, ο Παύλος Πολάκης δεν θα είναι υποψήφιος για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ. Αντ’ αυτού, προέκυψε η υποψηφιότητα του παλαιού Στέφανου Τζουμάκα που κατέχει σημαντική κομματική θέση, χωρίς όμως να είναι εκλεγμένος βουλευτής.