Από τον Αριστοφάνη στα «Αντρικά Μουνάτα» – Του Γιώργη Μελίκη
Νωρίς φέτος την άνοιξη μου τηλεφώνησε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου Σάββας Κυριακίδης με αφορμή την Λυσιστράτη του Αριστοφάνη που θα ανέβαζε η Κρατική Σκηνή της Κύπρου σε μετάφραση Κώστα Ταχτσή και σκηνοθεσία Μάριου Μεττή. Μου ζήτησε την άδεια να ακουστούν στην παράσταση μερικά από τα «Αντρικά Μουνάτα» και φυσικά δέχτηκα με χαρά. Στη συνέχεια, μου ζητήθηκε να γράψω ένα κείμενο για το πρόγραμμα της παράστασης.
Όσοι παρακολουθείτε την καταγραφική μου πορεία εδώ και δεκαετίες γνωρίζετε ότι δεν με ενδιαφέρει η επιλεκτική και comme il faut καταγραφή, αλλά το όλον της! Η άποψή μου αυτή καταγράφηκε στους δυο τόμους με περισσότερες από 1000 σελίδες και τρία cd με τραγούδια απ’ όλη την Ελλάδα και όλες τις διαλέκτους.
Η παραστατική – επιτελεστική μάλιστα παρουσίαση των συγκεκριμένων τραγουδιών μέσα στον κύκλο του χρόνου, είναι ίσως η πιο παλιά και πιο εκφραστική λαϊκή δημιουργία. Τι πιο δημοκρατικό όταν το «ου φωνητό» γίνεται φωνητό και απολαυστικό και όταν τα πράγματα λέγονται με το όνομά τους! Έτσι ο Αριστοφάνης μου έδωσε την σκέψη και ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου την αφορμή να βάλω δίπλα δίπλα την δυναμική του μεγάλου Αριστοφάνη με τα λαϊκά γαμω-τράγουδα και έγραψα το παρακάτω κείμενο για την Λυσιστράτη.
Από τον Αριστοφάνη στα «Αντρικά Μουνάτα»
Λύτρον χαράς! Από τον πολιτικό Αριστοφάνη στα λαϊκά Αντρικά Μουνάτα!
Από τον όρκο της Λυσιστράτης:
«Δεν θα βρεθεί ούτε γαμιάς, ούτε κι ο άνδρας μου έστω-
που καυλωμένος θα μου ρθη μεσ’ στο κρεβάτι-
Και μεσ’ στο σπίτι θα περνώ χωρίς ανδρός παιγνίδια.»
Ως τον «Κωνσταντή πούχει ψωλή μεγάλη, δώδεκα πήχες μακριά και χώρια το κεφάλι» , μια πεθυμιά δρόμος!
Στη «Λυσιστράτη» ο Αριστοφάνης εκτραγωδεί τα δεινά του Πελοποννησιακού πολέμου. Παρουσιάζει τις γυναίκες να μηχανεύονται τον τερματισμό του με αποχή από τις συζυγικές τους υποχρεώσεις
Στους «Ιππείς» έχουμε μια διαφορετική ελευθεριότητα! Έναν αγώνα μεταξύ δύο λαϊκών τύπων, του Παφλαγόνα και του αλλαντοπώλη.
Με την επιτηδευμένα πολιτικοποιημένη «αθυροστομία» τους φαίνεται η «παρακμή» των πολιτικών ηθών στην Αθήνα μετά τον θάνατο του Περικλή, την εποχή του Κλέωνος και της δημαγωγίας.
«Την γαρ αυτού γλώτταν αισχραίς ηδονές λυμαίνεται,
εν κασαυρείοισι λείχων την απόπτυστον δρόσον
και μολύνων την υπήνην και κυκών τας εσχάρας
και Πολυμνήστεια ποιών και ξυνών Οιωνίχω.
Όστις ουν τοιούτον άνδρα μη σφόδρα βδελύτεται
Ούποτ’ εκ ταυτού μεθ’ ημών πίεται ποτηρίου.»
Ιππείς στ. 1284-1289
Και έτσι λοιπόν με το απαγορευμένο πλην όμως περιπόθητο γλυφομούνι, έχει πλέον οριστικά γιατρευτεί από το πάθος της δικομανίας.
Στα Αντρικά Μουνάτα όμως τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. «’Αντρας που καλά γαμεί δεν φιλάει το μουνί».
Οι αντιληπτικές πρακτικές (βλέπε γούστα) διαφέρουν από εποχή σε εποχή, όμως σταθερό παραμένει το αντικείμενο του πόθου.
Πρόκειται για ιδιοφυείς ελιγμούς που βρίσκουν την εφαρμογή τους στο απόλυτα προσωπικό πεδίο του καθενός! Ο καθένας μας είναι και ένας Αντρικός Μουνάτος! Δηλαδή ανδρό-γυνος!
Ο Αριστοφάνης με την κωμωδία αυτή πραγματεύεται τη φαυλότητα αυτών που ασκούν την εξουσία και πως αυτή οδηγεί μια χώρα- στην προκειμένη περίπτωση την Αθήνα του Πελοποννησιακού Πολέμου- στην καταστροφή.
Στις «Σφήκες» ο Φιλοκλέων συνηθίζει στην καινούρια του ζωή και επιδίδεται σε γλέντια, μεθύσια και κάθε λογής καλοπέραση.
Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη είναι μια ανεκτίμητης αξίας πηγή γνώσης σχετικά με τις αντιλήψεις και τις αξίες των ανδρών και των γυναικών της αρχαίας Αθήνας του δεύτερου μισού του 5ου π.Χ. αιώνα (450-400) για την ερωτική συνεύρεση και τις σχέσεις των δύο φύλων. Η αθυροστομία του Αριστοφάνη απηχεί την αθυροστομία των ίδιων των Αθηναίων, ανδρών και γυναικών, τόσο στην καθημερινή τους ζωή όσο και σε κάποιες εορτές και τελετουργίες, από τις οποίες προήλθε και η κωμωδία.
Τα Αντρικά Μουνάτα και τα αθυρόστομα- αδόκιμος χαρακτηρισμός γιατί μας εγκαλεί μέσα από μια στενόκαρδη προσέγγιση να είμαστε επιφυλακτικοί το τι θα ακούσουμε που αντιβαίνει στα χρηστά μας ήθη- μας δείχνουν ότι είναι πιο ανυπόφορο να μην ανέχεται κανείς το συναίσθημα από το να μην ανέχεται τη λογική, καλύτερα η υπερβολή και η δισειδαιμονία παρά το συστιμικό καθεστώς ακόμη και στην κλασσική αθηναϊκή δημοκρατία!
«Όλα τα «απολίτιστα» έθνη τραγουδούν και ότι λογής κι αν είναι το τραγούδι τους, είναι, το σημείο όπου συγκεντρώνεται όλη η γνώση, η θρησκεία, τα σκιρτήματα της ψυχής, το αξιοπερίεργο που άφησαν τα περασμένα, οι χαρές και οι πόθοι τους. Το ποθητό και συνάμα ανεκπλήρωτο!».
Στα Αντρικά Μουνάτα δεν υπάρχουν τα πρότυπα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, ούτε κανένας δικομανής Κλέων! Δεν υπάρχει κανένας Περικλής!
Τα Αντρικά Μουνάτα δεν είναι ούτε πολιτικά, ούτε συστημικά απέναντι σε δικαιοπρακτικές που επιβάλει η Αθηναϊκή Δημοκρατία είναι λύτρον χαράς!
Είναι ένα μονόπρακτο ου φωνητό το οποίο μια ολόκληρη χρονιά περιμένει, σε δυο άντε το πολύ τρεις μέρες να γίνει φωνητό, γύρω από ένα τραπέζι, μια φωτιά με δυο μάτια κάρβουνα αναμμένα κι ένα παλίροιο πόθο που μοιράζεται ως αντίδωρο από στόμα σε στόμα!
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη βαλβίδα αποσφράγισης και εκτόνωσης που να δικαιώνει την φαντασία, αφού και ο λαϊκός νομοκάνονας-κυρίως αυτός- όλα τα επιτρέπει!
Εδώ η λαϊκή επιχώρια «Λυσιστράτη» δεν έχει επιτηδευμένα ποιητικά τεχνουργήματα όπως η στρατευμένη Αριστοφάνεια που λέει:
«Μέσα στα σπίτια μας εμείς, καλοφτιασιδωμένες,
και στα ποκαμισάκια μας αυτά τ’ αμοργιανά
αφήσουμε τα σώματα να φαίνονται γυμνά
και το κουρέψουμε κι αυτό,–οι άνδρες θα λυσσάξουν
απ’ την επιθυμία τους να ρθουν να μας τη σάξουν.
Κι όταν θα ιδούν η κάθε μια ότι γι’ αυτούς δεν τόχει,
τότε να ιδείς τον πόλεμο τον παύουνε, ή όχι;»
Εδώ η λαϊκή Κοντήλω θα το πει ξεκάθαρα. «
«Κάνε γιέ μου τη δουλειά σου κι εγώ πάλι θάμαι η θεια σου»
Και όταν τους λείψει τότε «Η Ροδή και η Κουκούτσα θα την κλαίν πολύ τη πούτσα!»
Οι ρόλοι Αρσενικό-Θηλυκό σ’ αυτό το πανηγύρι είναι ίσοι και ξεκάθαροι .
«Τα ποδάρια σήκωστα
δε σου κάνω τίποτα,
το μακρύ μου θα σου βάλω
κι άμα χύσει θα το βγάλω»
Ο Αριστοφάνης στον Πρόβολο το γυρνάει από δω το πάει από κει το μαστορεύει ποθοπλάνταχτα κι όταν έρθει η ώρα χορταίνουμε ποίηση! Αλλά μόνο ποίηση!
«Μα το θεό της θάλασσας δικαίως τα παθαίνουμε,
αφού εμείς οι ίδιοι στα γλέντια τις μαθαίνουμε,
και τις βοηθούμε σ’ όλες τους τις πονηριές που κάνουν,
τέτοιες ιδέες βέβαια θα ιδούμε να μας βγάνουν.
Αφού εμείς οι [ίδιοι πηγαίνουμε τρεχάτοι]
μέσα στα εργοστάσια και λέμε στον εργάτη:
Τη νύχτα που η γυναίκα μου εχόρευε με βιάση
από το περιδέραιο όπου της είχες φτιάσει,
ω χρυσοχόε, γλίστρησε και βγήκε το κεφάλι
από την τρύπα πάλι.
Στη Σαλαμίνα σήμερα θα πεταχτώ με βία
γι’ αυτό λοιπόν του λόγου σου, αν εύρεις ευκαιρία,
πέρνα το βράδυ από κει, κι όπως μπορείς να κάνεις,
μα το κεφάλι στερεά στην τρύπα να το βάνεις.
Ο άλλος πάλι τρέχοντας τον παπουτσή γυρεύει,
–που ’ναι παιδί, μα ’χει ψωλή που δεν σου χωρατεύει–
και λέει: – Της γυναίκας μου το πόδι, το πληγώνει,
στο τρυφερό της δάκτυλο απάνω, στο κορδόνι,
το μεσημέρι κόπιασε στο σπίτι να στο δείξει,
και τέντωσέ το γρήγορα, όσο μπορεί ν’ ανοίξει.
Μα να τ’ αποτελέσματα όλων αυτών. Και τώρα
που κωπηλάτες γύρισα κ’ εμάζεψα στη χώρα,
και πρέπει να ’χω χρήματα, μαζεύτηκαν οι φίλες
και μου ’κλεισαν τις πύλες!
Αλλά δεν είν’ αυτό δουλειά
να στέκομαι σαν κούτσουρο [και με χωρίς μιλιά!]
Φερ’ τους μοχλούς εσύ εδώ, και θα τιμωρηθούν πολύ
γι’ αυτήν την προσβολή.
Στα Αντρικά Μουνάτα
«Ο Πούτσαρος κι ο Μούναρος, τα δυο μεγάλα κράτη
εκάναν επανάσταση επάνω στο κρεβάτι.
Έτρεξε πρώτα ο μούναρος και πήρε το βραβείο
μα έτρεξε κι ο πούτσαρος και το σχισε στα δύο»
Στη Λυσιστράτη οι γυναίκες διεκδικούν εθνικά- Ελληνικά πρωτεία.
«Κι αν ο γλυκός ο έρως επιμένει
κ’ η Αφροδίτη η Κυπρογεννημένη
πόθο μέσα στους κόρφους μας ν’ ανάψει,
και τα μεριά μας με φωτιές να κάψει,
και αν τους άνδρες απ’ την καύλα λειώσει,
και σαν το ρόπαλο τούς την τεντώσει,
οι Έλληνες, θα μας ειπούν μια μέρα
πολεμοταλύτρες πέρα ως πέρα!»
Τέλος, ο γέρος ζει με το όνειρο και την γλυκιά ανάμνηση της σεξουαλικής του πάλαι ποτέ απόδοσης, αλλά η πραγματικότητα είναι διαφορετική…
«Ένας γέρος ηρκουντάνε κι η ψωλή του κρεμουντάνε
δεν πολλαεκρεμουντάνε μόνο κάτω σερνουντάνε»
Στη Λυσιστράτη ο Πρόβουλος άλλα μας λέει:
«Αλλά γιατί, αφού μπορεί και γέρος να την πάρει,
οπού να του σηκώνεται ακόμα σαν στηλιάρι;»
Το τραγούδι πρέπει να ακούγεται και όχι να διαβάζεται. Ο γλεντιστής και όχι ο πολιτικός Αριστοφάνης, ακόμα ζει στο Μπουρανί του Τυρνάβου, στον Θρακικό καλόγερο, στους Κούκερους και τους Πιτεράδες, στα Πιέρια και στη Μακεδονία. Οι λέξεις δεν είναι χυδαίες όταν μάλιστα αναφέρονται σε μέλη του σώματός μας!
«Το μουνί το λεν Αλή
και τον πούτσο Καραλή
και τ’ αρχίδια Θόδωρη
τσάκωτα και χόρευε.»
Από τον Αριστοφάνη μέχρι σήμερα μας χωρίζουν 25 αιώνες . Έχουν γραφεί χιλιάδες σχετικά κείμενα. Κανένας όμως πολιορκιτικός κριός δεν θα μπορέσει να κατασιγάσει τον «Πελοποννησιακό πόλεμο» που διαχρονικά ο καθένας μας έχει μέσα του!
Γιώργης Μελίκης
Μάης 2023