… «Ναι, ναι, μάλιστα, κύριε Αθανασόπουλε. Και βέβαια σας άκουσα. Μην τα επαναλαμβάνετε. Ελάτε στις εννιά το πρωί και θα τα έχω όλα έτοιμα. Όπως σας εξήγησα, θα τα φροντίσω μόνος μου. Εσείς να κάνετε τα τυπικά. Η τελευταία περιποίηση είναι δική μου υπόθεση…. Τι είπατε; Δεν σας άκουσα… Δεν είναι θέμα χρημάτων, είναι θέμα αρχής και παρακαλώ να το σεβαστείτε» ( Βαγγέλης Χρόνης, ‘Και τώρα τι κάνουμε;’ )
Τον Ιούνιο του 2022, οι εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφόρησαν τη συλλογή κειμένων του ποιητή Βαγγέλη Χρόνη που εν προκειμένω φέρει τον τίτλο ‘Αειθαλής Χρόνος’.
Το εξώφυλλο της συλλογής κοσμεί μία δημιουργία του ζωγράφου Αλέκου Φασιανού, η οποία, χωρίς να προοικονομεί το περιεχόμενο της συλλογής, συνιστά μία καλαίσθητη επιλογή η οποία διαθέτει το εξής πλεονέκτημα.
Μπορεί και βελτιώνει τη διάθεση του αναγνώστη, διευκολύνοντας έτσι την επαφή του με κείμενα που τοποθετούνται σε γραμμική σειρά, το ένα μετά το άλλο (ανεξαρτήτως θεματολογίας), συγκροτώντας μία ευρύτερη κειμενική αλληλουχία. Οπότε, η συλλογή είναι συγκεντρωτική.
Εάν επιχειρούσαμε να ταξινομήσουμε το διαθέσιμο υλικό, αφενός μεν θα λέγαμε πως αυτό είναι ποικίλης ή αλλιώς, ευρείας θεματολογίας, και, αφετέρου δε, πως διαφοροποιείται ανάλογα με το προς πραγμάτευση θέμα (άλλως πως, το τι πραγματεύεται κάθε φορά), το είδος, και, τελευταίο άλλα όχι έσχατο, το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται ο ποιητής και εδώ συγγραφέας.
Ο οποίος, αναφερόμενος στον συγγραφέα και ποιητή Μάνου Ελευθερίου, γράφει πως «ο Ελευθερίου δεν διαχειρίζεται μόνο αριστοτεχνικά τη γλώσσα αλλά γράφει και με μια χαρακτηριστική ελληνικότητα. Ακόμη και όταν δεν αναφέρει το όνομα της πατρίδας του, δεν θα μπορούσε να είναι άλλη, όπως τη συμπεραίνεις στις άριστες περιγραφές του χώρου, του τόπου, αλλά και της καρδιάς και της ψυχής των ίδιων των ανθρώπων».
Πιο πάνω έγινε λόγος για την ποιητική ιδιότητα του Βαγγέλη Χρόνη. Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να είμαστε όμως ιδιαίτερα προσεκτικοί, ακριβώς διότι ο Βαγγέλης Χρόνης δεν επενδύει συμβολικούς και μη, πόρους προς την κατεύθυνση αξιοποίησης της ποιητικής του ιδιότητας, ‘σπέρματα’ της οποίας βέβαια εντοπίζονται ενίοτε εντός της συλλογής.
Αντιθέτως, περισσότερο λειτουργεί ως ένας ‘ελεύθερος σκοπευτής’ (στη συλλογή, πλην κάποιων εξαιρέσεων, δεν υπάρχει αυτό που η Παρασκευή Λάππα, προσδιορίζει θεωρητικά, αναφερόμενη στο έργο του Γερμανού συγγραφέα Γκίντερ Γκρας, ως «εναλλαγή αφηγηματικών προσώπων»/Κάθε φορά, ο βασικός αφηγητής είναι ο Βαγγέλης Χρόνης), που μεταβαίνει με περισσή άνεση και ευκολία από κείμενο σε κείμενο, γεγονός που οφείλεται στο ό,τι είναι ένας ικανός χρήσης της γλώσσας στη γραπτή της μορφή, καταφέρνοντας να αποφύγει ‘κακοτοπιές’ ή αλλιώς, πιο δόκιμα, ‘παγίδες,’ όπως μπορεί να είναι η «εναλλαγή σε επίπεδο ύφους» (Τσάκωνα, 2004) εντός ενός κειμένου, για να παραπέμψουμε στην περί γλώσσας και γλωσσικού χιούμορ ανάλυση της Βίλυς Τσάκωνα.
Η θεματολογία των κειμένων περιλαμβάνεται ομιλίες ενώπιον ακροατηρίου, κείμενα για διάφορα πρόσωπα της τέχνης τα οποία είναι ανοιχτά και επιδέχονται πολλαπλών ερμηνειών, κείμενα (σε μικρότερο βαθμό) αφιερωματικά-μνημονικά, εκ των οποίων ξεχωρίζει αυτό τον ζωγράφο Αλέκο Φασιανό, σειρά συνεντεύξεων ή συνομιλιών (κάποιες φορές η συνομιλία φέρει τα χαρακτηριστικά της ανταλλαγής απόψεων), εκεί όπου ο συγγραφέας του ‘Αειθαλούς Χρόνου,’ εκθέτει τις απόψεις και τις αντιλήψεις για την ποίηση και τον εν ευρεία εννοία, ποιητικό λόγο.
Στη συνομιλία του με την Έρη Βαρδάκη για λογαριασμό της περιοδικής έκδοσης ‘ΒΗΜΑgazino,’ όταν ερωτάται από τη δημοσιογράφο για το αν προκύπτει κάποια αντίφαση μεταξύ της ιδιότητας του επιτελικού στελέχους ενός σημαντικού ομίλου και αυτής του ποιητή, ο Βαγγέλης Χρόνης, πιάνοντας το λεκτικό ‘νήμα’ από εκεί όπου το άφησε η δημοσιογράφος και τοποθετούμενος με σαφήνεια στο παρόν εντός του οποίου μπορεί και κάνει χρήση και των δύο ιδιοτήτων, απαντά με τρόπο που δεν αφήνει αμφιβολίες ως προς το πως εκλαμβάνει την ποιητική δημιουργία (ας δώσουμε, θεωρητικά, έμφαση στο ρήμα ‘ποιώ,’ ρήμα υψηλής πραγματολογικής-συμβολικής αξίας για τον Βαγγέλη Χρόνη):
«Στο μυαλό μας είχε παγιωθεί η εικόνα του αξύριστου ποιητή, με ένα μπαλωμένο παντελόνι και μπογιές στα ρούχα του. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Η ποίηση άλλωστε απευθύνεται σε όλο τον κόσμο. Έχει σκοπό όχι τη σωτηρία του ανθρώπου αλλά τη βελτίωση του, να τον κάνει δηλαδή λίγο καλύτερο».
Αυτού του τύπου η ποιητική προσέγγιση, αποκλίνει δραστικά από ‘σωτηριολογικές’ προσεγγίσεις, κάποιες εκ των προσιδιάζουν στην απλοϊκή συνθηματολογία, δίχως παράλληλα να ομνύει στην «ποιητική υπόσταση του ζην», κατά τη διατύπωση του Γάλλου Εντγκάρ Μορέν.
Υπό αυτό το πρίσμα, για τον Βαγγέλη Χρόνη, το πρωταρχικό ποιητικό ζητούμενο είναι και παραμένει η ‘βελτίωση,’ ήτοι το να μπορέσει το άτομο (το υποκείμενο, θα μπορούσαμε να πούμε κοινωνιολογικά), μέσω της ποίησης, εκτιθέμενο στο περιεχόμενο της, να προχωρά σε καλύτερες αισθητικές επιλογές, διακρίνοντας ευκρινώς το όμορφο (το ‘κάλλος’) από το ευτελές και το άσχημο, όποια μορφή δύναται αυτό να έχει, να ασκείται στη συμβίωση, αποδεχόμενο τις ατέλειες του (υπάρχει μήπως ‘τέλεια’ ποίηση; ), και, τέλος, να εξελίσσεται διαρκώς, κάνοντας μικρά βήματα.
Χρήζει θεωρητικής επισήμανσης, το γεγονός πως στον ‘Αειθαλή Χρόνο,’ όσο μεταβαλλόμενη και εύπλαστη είναι η θεματολογία που επιλέγει ο συγγραφέας, άλλο τόσο, με τη ‘βοήθεια’ ή τη συνδρομή του χρόνου, ‘εύπλαστο’ μπορεί να καθίσταται και ο αποδέκτης του περιεχομένου ενός κειμένου.
Για παράδειγμα, ενώ οι αρχικοί αποδέκτες των διαφόρων ομιλιών του ποιητή, είναι οι παρευρισκόμενοι στο χώρο όπου πραγματοποιείται η ομιλία, είτε επρόκειτο για κάποιο πολιτιστικό ίδρυμα είτε για κάποιον θεατρικό χώρο, στην περίπτωση που μας αφορά, δηλαδή στην περίπτωση της συλλογής κειμένων, επιτελείται η σημαίνουσα μεταβολή και οι βασικοί αποδέκτες γίνονται οι αναγνώστες, σε ένα λεπτό σημείο όπου αυτοί καλούνται να επιλέξουν από ποιο κείμενο θα ξεκινήσουν την ανάγνωση τους.
Περισσότερο ειδικά, θα επισημάνουμε πως το κείμενο ‘Οι κύριοι εφημεριδοπώλες,’ κείμενο το οποίο προβαίνει σε μία μερική ανασύσταση του Αθηναϊκού τοπίου γύρω από τα κεντρικά γραφεία της εφημερίδας ‘Τα Νέα’ που βρίσκονταν επί της οδού ‘Χρήστου Λαδά,’ με μερικές αλλαγές, θα μπορούσε να ενταχθεί ως σύγχρονη επιφυλλίδα στο εσωτερικό μίας εφημερίδας όπως τα ‘Νέα’ ή και η ‘Η Καθημερινή.’
Με αυτά τα κείμενα, ο Βαγγέλης Χρόνης υπενθυμίζει εναργώς το ποιος είναι την σημερινή μετα-νεωτερική εποχή, ο ρόλος του πνευματικού ανθρώπου, ο οποίος, δεν ηθικολογεί ασυστόλως και δεν εξιδανικεύει, όσο προτρέπει. Όσο συγκροτεί ‘γέφυρες’ γλωσσικής επικοινωνίας, αμβλύνοντας εν τοις πράγμασι τα στεγανά μεταξύ πνευματικότητας και μη πνευματικότητας.