Κατά τις απαρχές της Πρώιμης Νεοτερικότητας στην Ευρώπη, στην εποχή της ανάπτυξης της βιοτεχνίας, των δημογραφικών και οικονομικών αλλαγών, ο κόσμος διέρχεται μια πρωτοφανή κρίση. Η μεσαιωνική κοινωνία, στο σύνολό της, ήταν κυριευμένη από ένα αίσθημα ανασφάλειας.
Φόβοι πραγματικοί, όπως η πείνα, το κρύο, το ενδεχόμενο του αιφνίδιου θανάτου, η απειλητική παρουσία “αδέσποτων” και απόβλητων μελών της κοινωνίας, επικίνδυνα ζώα και άλλες απειλές για τον “εύθραυστο” τους κόσμο, όπου οι άνθρωποι δεν γνώριζαν τίποτα για τη λειτουργία του σώματος και για το πώς αυτό μπορούσε να κυριαρχήσει τεχνικά στη φύση.
Επιπλέον φόβους φανταστικούς προκαλούσε η νύχτα, καθώς οι άνθρωποι ισχυρίζονταν πως κατά τη διάρκειά της λυκάνθρωποι και δαίμονες έκαναν την εμφάνισή τους. Βαδίζοντας στην Πρώιμη Νεότερη περίοδο και υπό αυτές τις συνθήκες, η χρήση της μαγείας πέραν της ευεργετικής της ιδιότητας αποκτά και μιαν άλλη χροιά στην συνείδηση των ανθρώπων∙ εκείνη της βλαπτικής, γνωστή ως «Μαύρης Μαγείας».
Παρόλο που οι αγρότες της υπαίθρου έτειναν να εκλογικεύουν τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν στην καθημερινότητά τους, κάποιες ξαφνικές κακοτυχίες ή σοβαρά πλήγματα μπορούσαν να αποδοθούν στην άσκηση βλαπτικής μαγείας από φθονερούς γείτονες ή εχθρικά εξωγενή στοιχεία, όπως για παράδειγμα τους περιπλανώμενους επαίτες.
Οι δυσκολίες της καθημερινότητας προσελάμβαναν υπερφυσικό χαρακτήρα, μόνον εάν υπήρχε στην κοινότητα κάποιο άτομο ύποπτο, όπως ένας επαίτης. Ως κατεξοχήν έκφραση αντικοινωνικής συμπεριφοράς η μαγεία βάραινε με την υποψία της ανθρώπους, που δεν ανήκαν στην κοινότητα, όπως βοσκούς, περιπλανώμενους μεροκαματιάρηδες, κυρίως ζητιάνους και γενικά τα άτομα που είχαν τεθεί εκτός των «φυσιολογικών» κοινωνικών σχέσεων, λόγου χάρη οι ηλικιωμένες χήρες.
Το Μάιο του 1588 το επισκοπικό δικαστήριο της μικρής αλπικής πόλης του Φέλτρε, στη διοικητική επικράτεια της Βενετίας, αντιμετώπισε μια ακόμη υπόθεση μαγείας. Κατηγορούμενες ήταν η Elena Cumano, κόρη εύπορης αστικής οικογένειας, η υπηρέτρια Lucia και η πενηντάχρονη Lucretia Marescalio.
Η υπόθεση έχει ως εξής: η Elena ατιμάσθηκε από τον νεαρό αριστοκράτη Gian Battista Faceno, ο οποίος , ενώ ήταν αρραβωνιασμένοι, την εγκατέλειψε. Θέλοντας να τον εκδικηθεί και απελπισμένη όπως ήταν ,κατέφυγε στις υπηρεσίες της Lucretia, γνωστής μάγισσας στην πόλη και ιδιαίτερα αποτελεσματικής στην πρακτική του «δεσίματος» με ποθητά πρόσωπα. Τα στοιχεία ανέφεραν την παραγγελία και κατασκευή ενός κέρινου ομοιώματος ανδρικού σώματος, «πλήρους με γεννητικά όργανα». Η Elena προσέφυγε, επίσης, και σε δεήσεις στην εκκλησία και μάλιστα επισκέψεις στους ναούς.
Τον Ιανουάριο του 1669 συλλαμβάνεται η 67χρονη Anne Ebeler για το φόνο μιας λεχώνας. Καθώς τα νέα διαδόθηκαν στην κοινότητα, πλήθυναν οι κατηγορίες εναντίον της. Σε όλες τις περιπτώσεις, όπου κατηγόρησαν την 67χρονη, η ίδια είχε προσληφθεί ως αποκλειστική υπηρέτρια στον τοκετό και μετά στην κρεβατοκάμαρα της λεχώνας. Η Εbeler, ανακρίθηκε έξι φορές και ομολόγησε τα εγκλήματά της, υπό την απειλή βασανιστηρίων.
Στις 23 Μαρτίου του 1699 εκτελέσθηκε με αποκεφαλισμό και το πτώμα της κάηκε στην πυρά.
Μέσα από αυτές τις δικαστικές υποθέσεις μπορούμε να δούμε μερικά στοιχεία σχετικά με την μαγεία. Καταρχάς, διαπιστώνουμε ότι η μαγεία χρησιμοποιήθηκε για πρακτικούς λόγους με καθόλου βλαπτικό χαρακτήρα. Η κοπέλα επιζητούσε να την αγαπήσει ο νεαρός και να γυρίσει πίσω. Επίσης, διακρίνουμε στο πορτρέτο της μάγισσας∙ μια ηλικιωμένη γυναίκα, θεραπεύτρια στη μια περίπτωση και ζητιάνα στην άλλη. Τέλος διαπιστώνουμε την κρίση που προέκυπτε αμέσως μετά την δημοσιοποίηση ενός ατόμου ως μάγου ή μάγισσας ως επί το πλείστον.
Το κυνήγι το Μαγισσών συνδέθηκε με τις γυναίκες και οδήγησε στο συμπέρασμα πως επρόκειτο για κυνήγι των γυναικών, αν όμως παραγκωνίσουμε τη φυλετική διάκριση μπορούμε να διαπιστώσουμε καθαρά ότι στην ουσία επρόκειτο για ένα μεγάλο κυνήγι φτωχών. Ας δούμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Το πρώτο βασικό ερώτημα, που τίθεται εδώ είναι τι σήμαινε ο όρος φτωχός για την περίοδο που εξετάζουμε. Ο όρος «φτωχός» για την κοινωνία της Πρώιμης Νεότερης περιόδου δεν ήταν απλά το αντίθετο του «πλούσιος» αλλά μέσα του έκρυβε τους διαφορετικούς βαθμούς ανέχειας. Φτωχός θεωρούνταν κάποιος που είχε περιέλθει σε παντελή έλλειψη πλούτου ή εκείνος που χαρακτηριζόταν από την κακή φυσική του κατάσταση.
Φτωχός ακόμη μπορούσε να είναι εκείνος που λιμοκτονούσε από την έλλειψη τροφής ή αυτός που στερούνταν τα απαραίτητα. Κατά τον 16ο αιώνα φτωχός ήταν ο άπορος αλλά και αυτός που εξαρτιόταν από ένα σύστημα πρόνοιας εκκλησιαστικό ή ενοριακό. Με την εκτίναξη του αριθμού των φτωχών η κοσμική νομοθεσία προκειμένου να ελέγξει το φαινόμενο της φτώχειας και να βοηθήσει τους φτωχούς άρχισε να διακρίνει τους τελευταίους σε «άξιους» και «ανάξιους». «Άξιοι» θεωρούνταν όσοι ήταν θύματα των κακών περιστάσεων και «ανάξιοι» όσοι θεωρούνταν προσωπικά υπεύθυνοι για την άσχημη εξέλιξη των πραγμάτων της προσωπικής τους ζωής.
Σύμφωνα με τον William Harisson, άγγλο συγγραφέα του 16ου αιώνα, οι φτωχοί μπορούν να διακριθούν σε διάφορες κατηγορίες: η πρώτη κατηγορία αφορά στους φτωχούς από αδυναμία στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν το παιδί ορφανό από πατέρα, οι ηλικιωμένοι, οι τυφλοί και οι ανάπηροι και οι ανίατα άρρωστοι.
Στην δεύτερη κατηγορία ανήκαν οι φτωχοί από ατύχημα στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν όσοι ήταν τραυματισμένοι στρατιώτες, οι άρρωστοι που τους πλήττουν αδιάκοπα διάφορες ασθένειες και ο ατυχήσας νοικοκύρης. Τρίτη και τελευταία κατηγορία είναι οι ασύδοτοι φτωχοί. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκαν όσοι είχαν κατασπαταλήσει την περιουσία τους, οι περιφερόμενοι αγύρτες και ακόμη, το κάθαρμα και η πόρνη.
Οι δύο πρώτες κατηγορίες θεωρούνταν «άξιοι» φτωχοί, καθώς έχρηζαν της ανάγκης του συστήματος κοινωνικής αρωγής ενώ οι φτωχοί της τρίτης κατηγορίας ανήκαν στους «ανάξιους» και αποκλείονταν από οποιαδήποτε κοινωνική παροχή. Επιπλέον, η κατηγορία αυτή, αποκαλούμενη από τον συγγραφέα και ως «οκνηροί φτωχοί» καθώς ζητιάνευαν ενώ ήταν σε θέση να εργασθούν, αντιμετώπιζε και πειθαρχικά μέσα. Μάλιστα, υπήρχε ειδική αστυνόμευση που είχε ως έργο της να συλλαμβάνει τους απατεώνες επαίτες αλλά και όσους τους συγκάλυπταν. Όσοι συλλαμβάνονταν οδηγούνταν σε άσυλο.
Στις απεικονίσεις των ζωγράφων της αναγέννησης ο φτωχός αναπαρίσταται σύμφωνα με τα χριστιανικά παραδοσιακά πρότυπα, δηλαδή ενός ευεργετούμενου επαίτη που γονατιστός λαμβάνει την ελεημοσύνη με παρατεταμένο χέρι. Τα βασικά του χαρακτηριστικά όσον αφορά στην εξωτερική του εμφάνιση ήταν η χλωμάδα της επιδερμίδας και το αποστεωμένο σώμα, τα οποία παρέπεμπαν στον χρόνιο υποσιτισμό τους. Δεύτερο χαρακτηριστικό ήταν τα κουρελιασμένα ή εξωτικά ρούχα, που υποδήλωναν για άλλη μια φορά την αθλιότητα της κατάστασής τους. Ένα τρίτο σημαντικό χαρακτηριστικό του ήταν οι δυσμορφίες στο σώμα του ή στο πρόσωπό του ή κάποιου είδους αναπηρία από την οποία έπασχε, γι’ αυτό και ζητιάνευε. Ωστόσο έναν αιώνα αργότερα ο φτωχός έχει απαλλαχθεί από τις οποιεσδήποτε δυσμορφίες ή αναπηρίες και εμφανιζόταν σε στάση ικεσίας με παρατεταμένο το χέρι. Η νέα αυτή απεικόνιση αναδείκνυε την νέα κοινωνική αντίληψη των φτωχών: η ταυτότητά τους δεν ήταν απόρροια μόνο της οποιασδήποτε αναπηρίας, που μπορεί να είχαν, ή μιας κακοτυχίας, αλλά συνδεόταν άμεσα με τον ηθικό τους κόσμο, με τον τρόπο δηλαδή της συμπεριφορά τους.
Με τον τρόπο αυτό, της απεικόνισης της ηθικής πλευράς των επαιτών επιδίωκαν οι ζωγράφοι να επιτελέσουν διδακτικό έργο τόσο στους πλουσίους όσο και στους φτωχούς συμπολίτες τους προβάλλοντας τις πράξεις ελέους, την σύλληψη της αγιότητας και αγιοποίησης της φτώχειας και της ελεημοσύνης. Βέβαια υπήρχε και η άλλη όψη του νομίσματος. Η απαξιωτική απεικόνιση της φτώχειας καταδείκνυε την ηθική έκπτωση των φτωχών -κουρελιασμένα ρούχα ως ένδειξη της αμαρτωλής ψυχής ανθρώπου- και πέρασε και στη γραμματεία της Πρώιμης Νεότερης περιόδου.
Συγκεκριμένα, με τους μεταρρυθμιστές η φτώχεια λαμβάνει τη διάσταση της οκνηρίας και του συνειδητού παρασιτισμού. Τον 16οαι. το Liber Vagatorum του Μαρτίνου Λούθηρου- με το οποίο έργο εξαπολύει επίθεση εναντίον της επαιτείας- μαζί με τα Mirror of Charlatans του Teseo Pini και το Ship of Fools του Sebastian Brant, που ανήκαν στο είδος της σατυρικής λογοτεχνίας, στηλίτευαν τα τεχνάσματα των απατεώνων επαιτών, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν τα φιλανθρωπικά ένστικτα και την ανθρώπινη αφέλεια μερικών, για να κερδίσουν την ελεημοσύνη τους χωρίς να κινήσουν υποψίες ότι πρόκειται για απατεώνες. Μοναχοί ή επαίτες μεταμφιεσμένοι σε μοναχούς, κυριαρχούσαν σε αυτού του είδους τα κείμενα ως ένα από τα τεχνάσματα.
Έτσι, οι φτωχοί ταυτίζονται με τους εγκληματίες και αποτελούν τα «μιάσματα »της κοινωνίας, τα οποία, για να βρουν διέξοδο στην υπάρχουσα κατάστασή τους, πρέπει να ακολουθήσουν δόλιους δρόμους. Είναι η γάγγραινα της κοινωνίας και δη της χριστιανικής, οπότε πρέπει να εξαλειφθούν. Στην εποχή, λοιπόν, που κυριαρχεί ο φόβος και η πίστη στη μαγεία το να «δαιμονοποιηθούν» και να στοχοποιηθούν ο φτωχοί ως μάγοι και μάγισσες ήταν αναπόφευκτο. Πλέον οι άνθρωποι πλάι στον ιδεότυπο του Χριστού επαίτη έβλεπαν στους φτωχούς την προσωποποίηση του διαβόλου.
Το σημάδι του σταυρού, που συμβόλιζε την χριστιανική αλληλεγγύη και την προστασία της κοινότητας, είχε καταστεί σημάδι ηθικής έκπτωσης. Τόσο στις προτεσταντικές όσο και στις καθολικές κοινωνίες η φτώχεια και η οκνηρία» θεωρούνταν κατεξοχήν διαφθορείς της ανθρώπινης ψυχής. Επομένως, οι «οκνηροί» ήταν διεφθαρμένοι, και ποιός άλλος μπορούσε να διαφθείρει τις ψυχές, αν όχι ο Διάβολος ο ίδιος; Η χρήση της μαγεία ήταν η εύκολη και πιο διαδεδομένη λύση για τους επαίτες, γιατί μέσω αυτής και με την βοήθεια πάντα του Διαβόλου, με τον οποίον είχαν την δυνατότητα να συνευρεθούν σαν αποβράσματα της κοινωνίας, μπορούσαν να βγουν από την άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκονταν.
Το κυνήγι των μαγισσών αντανακλούσε όχι μόνο τις θρησκευτικές εντάσεις αλλά και την εντεινόμενη κοινωνικοοικονομική κρίση των αρχών της Πρώιμης Νεότερης Ευρώπης. Η πιο έντονη περίοδος κυνηγιού υπήρξε αυτή μεταξύ του 1580 και 1630 κατά την διάρκεια της παρακμής των φεουδαρχικών σχέσεων, της ανάδυσης του εμπορικού καπιταλισμού, της αυξανόμενης μετανάστευσης και της ημερομίσθιας εργασίας.
Η χρήση της μαγείας από τους φτωχούς ήταν η αφορμή που χρειάζονταν οι ελίτ της πρώιμης νεότερης περιόδου, για να πραγματοποιήσουν τα σχέδια τους για την «αστικοποίηση» της κουλτούρας των κατώτερων στρωμάτων και φυσικά τον πλουτισμό τους από αυτά, την άσκηση ελέγχου στην παραγωγή, την επιβολή κοινωνικού ελέγχου και των έμφυλων ρόλων -μιας και οι περισσότερες κατηγορίες αφορούσαν γυναίκες μάγισσες.
Δράττοντας την ευκαιρία η άρχουσα τάξη χρησιμοποίησε την δαιμονοποίηση των φτωχών και τις εκτελέσεις μαγισσών, για να εξυπηρετήσει τους παραπάνω σκοπούς. Ενοχοποιώντας κάποιον για έγκλημα μαγείας αμέσως η περιουσία του δημευόταν και περνούσε στα χέρια εκείνων που την λυμαίνονταν, που ως επί το πλείστον ήταν οι κατήγοροι.
Οι κατηγορίες φτωχών που ενοχοποιήθηκαν και κυνηγήθηκαν ήταν οι περιπλανώμενοι επαίτες, οι μετανάστες, οι γυναίκες πόρνες, οι θεραπεύτριες, οι χήρες και οι γυναίκες ταραχοποιοί. Οι δίκες τους γίνονταν δημόσια για παραδειγματισμό αλλά και εκφοβισμό του λαού και αποτέλεσε έναν από τους παράγοντες που βοήθησε στην γρηγορότερη δαιμονοποίηση των φτωχών.
Οι αντιδράσεις στο πρόβλημα της φτώχειας βασίστηκαν στις αργές μεταβολές που έκαναν τους φτωχούς να αντιμετωπίζονται πλέον ως απειλή, που πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο ή ως ευκαιρία για κεντρικό κοινωνικό και οικονομικό σχεδιασμό. Οι ελίτ εκμεταλλεύτηκαν τη δυσφορία της υπαίθρου, που είχε προκαλέσει η αύξηση της φτώχειας και η έλλειψη σιτηρών δίνοντάς τους την επιλογή να κατηγορήσουν ως Μάγο ή Μάγισσα, οποιονδήποτε υποψιάζονταν πως μπορούσε να ευθύνεται για τα δεινά τους.
Ένα κλίμα ζήλειας, μίσους και εκδίκησης κατέκλεισε τις αγροτικές κοινότητες, στρέφοντας τον ένα ενάντια στον άλλο ακόμα και μέσα στις ίδιες τις οικογένειες. Οι κοινωνικές διασπάσεις οξύνθηκαν, αποδυναμώνοντας την ύπαιθρο και κάνοντας πιο εύκολη για την εξουσία την κατάληψη της δυτικοευρωπαϊκής υπαίθρου.