Για την ενδεχόμενη σύμπραξη Αριστεράς-Κεντροαριστεράς – Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
Μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές της 9ης Ιουνίου, έχει ανοίξει μία συζήτηση που εν προκειμένω διεξάγεται δημόσια, σχετικά με το ενδεχόμενο σύμπραξης των δυνάμεων της λεγόμενης Κεντροαριστεράς και κυρίως μεταξύ του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος-Κίνημα Αλλαγής.
Με στόχο την διαμόρφωση μίας εναλλακτικής πρότασης εξουσίας απέναντι στην Νέα Δημοκρατία και στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να αναφέρουμε πως η όλη συζήτηση εκκινεί ουσιαστικά από λάθος αφετηρία.
Και γιατί λέμε κάτι τέτοιο; Διότι, εάν εστιάσουμε την ανάλυση μας, τότε θα διαπιστώσουμε πως οι πολίτες, με τις επιλογές τους (μείωση της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ συγκριτικά με τις διπλές βουλευτικές εκλογές του 2023, πολύ μικρή άνοδος του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής), ουσιαστικά ‘δήλωσαν’ στις ηγεσίες των δύο κομμάτων πως ‘πρέπει να κάνουν καλύτερη αντιπολίτευση’. Πιο ‘δημιουργική και πιο στοχευμένη’. Το να ερμηνεύεται το συγκεκριμένο εκλογικό αποτέλεσμα ως προμήνυμα συγκλίσεων και δη Κεντροαριστερών συγκλίσεων είναι λάθος.
Εμβαθύνοντας περισσότερο, δεν θα διστάσουμε να πούμε πως ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ είναι «κλειδωμένα στις προηγούμενες θέσεις τους στο πολιτικό φάσμα», σύμφωνα με τους Μπαλαμπανίδη & Wilson, διαπίστωση που μας ενθαρρύνει να αναρωτηθούμε το εξής: Πάνω σε ποιους όρους και δη σε ποιους πολιτικοϊδεολογικούς όρους θα προκύψει η σύγκλιση τους; Μπορεί να αποτελέσει ο εμφανής αντι-Μητσοτακισμός των δύο κομμάτων εχέγγυο επιτυχίας; Σαφώς και Όχι, είναι η απάντηση μας.
Και είναι ακριβώς αυτή η έλλειψη ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας μεταξύ των ηγεσιών των δύο κομμάτων, καθώς και κοινών θέσεων επί βασικών θεματικών, οι παράγοντες εκείνοι που στρέφουν ουκ ολίγα μέλη των δύο κομμάτων (και κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ), να μιλούν για τα πρόσωπα και για το ενδεχόμενο να διεκδικήσει την ηγεσία ενός νέου φορέα ο νυν πρόεδρος του κόμματος, Στέφανος Κασσελάκης. Και μία ενδιαφέρουσα υπόθεση εργασίας είναι η ακόλουθη.
Θεωρούμε πως τις όποιες προσπάθειες για την σύγκλιση μεταξύ των δύο κομμάτων δυσχεραίνει το γεγονός πως τα στελέχη τους δεν διαθέτουν κοινά βιώματα και κοινές ιστορικές και πολιτικές αναφορές, με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολο στο να προκύψουν ωσμώσεις σε επίπεδο βάσης.
Ωσμώσεις και πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να επιταχύνουν τις εξελίξεις.
Ειδικά την περίοδο της βαθιάς κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής κρίσης, δημιουργήθηκε μία αμοιβαία δυσπιστία ή καχυποψία μεταξύ μελών (και ψηφοφόρων) του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, στο εγκάρσιο σημείο όπου μέλη του ΠΑΣΟΚ δεν ξεχνούν εύκολα την ρητορική που χρησιμοποιούσαν εναντίον του κόμματος τους και της ηγεσίας του, κεντρικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Ο τότε πρόεδρος του, Αλέξης Τσίπρας. Ένα παχύ υπόστρωμα μνήμης εμποδίζει την σύγκλιση.
Πράγμα που φαίνεται να γνωρίζει ο Στέφανος Κασσελάκης και γι’ αυτόν τον λόγο στρέφεται προς πιο ‘safe’ επιλογές, όπως είναι η έναρξη μίας κοινοβουλευτικής συνεργασίας μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ (και της Πλεύσης Ελευθερίας), και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, η ανάπτυξη κοινών πρωτοβουλιών.
Εκτιμούμε πως είναι πολιτική ‘αυτοχειρία’ το να συναινέσει η ηγεσία του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος-Κίνημα Αλλαγής σε μία σύμπραξη με την Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου, από την στιγμή όπου μία τέτοια εξέλιξη θα είχε ως απόρροια αφενός μεν να απωλέσει τα ερείσματα που έχει αποκτήσει μεταξύ Κεντρώων ψηφοφόρων, και, αφετέρου δε, να καταστήσει την ακτιβιστική Πλεύση «εθνική δύναμη», σύμφωνα με την διατύπωση του Ντόναλντ Σασούν.