Στις 29 Ιουνίου, ο πρόεδρος του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία Αλέξης Τσίπρας, ανακοίνωσε την παραίτηση του από την προεδρία του κόμματος μετά από 15 ολόκληρα χρόνια. Ήταν το 2008, όταν ο Αλέξης Τσίπρας, έχοντας την υποστήριξη σημαντικού τμήματος του κόμματος, του τότε ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ και σαφώς, της ηγετικής του ομάδας, επικράτησε στο συνέδριο επί του συνυποψηφίου του Φώτη Κουβέλη.
Όπως μας πληροφορεί ο Χριστόφορος Βερναρδάκης, ο Αλέξης Τσίπρας έλαβε το «70, 5%, έναντι του 28,5% του Φώτη Κουβέλη», με την τεράστια αυτή διαφορά υπέρ του Αλέξη Τσίπρα να αντικατοπτρίζει και τον φόβο που είχε προκαλέσει σε ένα μεγάλο κομμάτι στελεχών του τότε Συνασπισμού το ενδεχόμενο να αναλάβει την ηγεσία ο Φώτης Κουβέλης και να ‘ακυρώσει’ την Αριστερή, ριζοσπαστική και κινηματική στροφή του κόμματος.
Μία βασική περιοδολόγηση της παρουσίας του Αλέξη Τσίπρα στην ηγεσία του κόμματος, θα μπορούσε να συμπεριλάβει τα σημεία τομής με τα οποία διασταυρώθηκε.
Αρχικά, με την νεανική εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008 στην Αθήνα, μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από πυρά αστυνομικού, όταν και κατάφερε για εκείνο το διάστημα να συνυπάρξει αρμονικά με τον Αλέκο Αλαβάνο (καθότι και οι δύο αντιμετώπιζαν με τον ίδιο τρόπο την εξέγερση, δείχνοντας κατανόηση στα πολλά και παράλληλα βίαια επεισόδια που λάμβαναν χώρα επί καθημερινής βάσεως), δεύτερον, να επιβεβαιώσει την ηγεσία του, επικρατώντας στο πεδίο των ιδεών επί των μελών του ‘Αριστερού Ρεύματος,’ και μάλιστα οριστικά (έκτοτε, κάθε προσπάθεια των σημαντικότερων μελών της συγκεκριμένης τάσης να επηρεάσουν την πορεία του κόμματος, κατέστη μάταιη).
Και, τρίτον, να ‘μπολιάσει’ τον ήδη εμφανή λαϊκιστικό ριζοσπαστισμό με κυνικές αντι-καπιταλιστικές αφηγήσεις και με ένα άνοιγμα στο ήδη διαμορφούμενο αντι-δικομματικό και αντι-πολιτικό μπλοκ με άξονα την άρνηση των πάντων, ‘εργαλειοποιώντας’ προς όφελος του την κρίση εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα και τους πολιτικούς θεσμούς.
Το δεύτερο σημείο τομής είναι η περίοδος της κρίσης, που εν προκειμένω λειτούργησε ως η «σκηνή» (stage) σύμφωνα με την διατύπωση του Μόφιτ, πάνω στην οποία εκτυλίσσεται το λαϊκιστικό «έργο» (αφηγήσεις + δράσεις του ΣΥΡΙΖΑ παράγουν ένα έντονο λαϊκιστικό αποτύπωμα που επηρέασαν για πολλά χρόνια την πορεία της χώρας και τον ανταγωνισμό των πολιτικών δυνάμεων).
Εκεί όπου ο ηγέτης βρίσκει την πολιτική ‘ευκαιρία’ να μετατραπεί από ‘νέος’ ηγέτης που αφουγκράζονταν τις ‘αγωνίες’ των νέων και της ‘γενιάς των 750 ευρώ’, σε έναν καθαυτό λαϊκιστή ηγέτη, που νιώθει κάτι ‘από το μνημονιακό του μαρτύριο και θέλει να τον απαλλάξει από αυτό,’ που τον αντιπαραθέτει ως ‘σύνολο’ απέναντι στον ‘τρόικα εσωτερικού και την τρόικα εσωτερικού’ (να το Βαρουφακικό λογοθετικό στίγμα), που τον ‘καλεί ως φίλος,’ να πυκνώσει τις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να επέλθει η ‘λυτρωτική νίκη.’
Είναι τότε που στο μέσα ακριβώς στο σύνθημα (πάμε λίγο μπροστά χρονικά) ΣΥΡΙΖΑ-Podemos/Venceremos, ο Λενινιστής Τσίπρας που μπορεί να ‘θυσιάσει’ πολλά για να πετύχουν οι στόχοι του, συναντά τον ‘Γκεβαριστή Αλέξη’ που γνωρίζει την επίδραση που μπορεί να έχει ένα ‘πετυχημένο’ λαϊκιστικό σύνθημα στην ψυχολογία του κόσμου που ειδικά εκείνη την περίοδο, δεν θέλει να είναι τίποτε λιγότερο (ας θυμηθούμε τους Hardt & Negri), παρά ‘κόσμος,’ ‘πλήθος’ που ‘πολεμά’ στους ‘δρόμους και τις πλατείες τους εχθρούς της πατρίδας.’
Μέσω των Συριζαϊκών-Τσιπρικών αφηγήσεων (ο Κυριάκος Μητσοτάκης κοίταξε μέσα στον πυρήνα τους), κατασκευάζονταν μανιχαϊκά και απλοϊκά δίπολα, Σμιτιανές (Καρλ Σμιτ) διακρίσεις μεταξύ ‘εχθρών’ και ‘φίλων,’ ‘λαϊκών ανθρώπων’ και ‘άκαρδων τραπεζιτών και τεχνοκρατών,’ ‘αντι-μνημονιακών μαχητών’ και ‘φιλο-μνημονιακών προδοτών.’
Και όλες αυτές οι γλωσσικές κατασκευές, εντάχθηκαν αρμονικά στον επίσημο λόγο του ΣΥΡΙΖΑ.
Το τρίτο σημείο τομής, είναι η περίοδος διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, εκεί όπου παρά την εμφανή στροφή, οι εθνικο-λαϊκιστικές εγκλήσεις παραμένουν ενεργές και προσωποποιούνται (επιθέσεις εναντίον στελεχών της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής), σε ένα σύνθετο σημείο όπου οι εντάσεις της πρώτης κυβερνητικής περιόδου δεν αφήνουν ανεπηρέαστο τον Αλέξη Τσίπρα, που αδυνατεί να αντιληφθεί ό,τι πρέπει να εξελιχθεί πολιτικά, το τι αντιπροσωπεύει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όντας ‘καταδικασμένος’ να ζει την ‘ημέρα της Μαρμότας’ και να ‘βαπτίζει’ ‘πρόοδο’ την στασιμότητα, ‘εξέλιξη’ τα ελλείμματα της διακυβέρνησης και τα δικά του, ‘δράση’ (εκτός της θετικής Συμφωνίας των Πρεσπών) την αδράνεια.
Όταν ο ‘Τσιπρισμός’ (εάν είναι δόκιμος ο όρος), συνάντησε τον ‘Πολακισμό,’ το αποτέλεσμα ήσαν η απομάκρυνση των Κεντρώων, μετριοπαθών ψηφοφόρων από το κόμμα, το οποίο μετατρέπονταν σε κακέκτυπο του άλλοτε ‘ορμητικού’ του εαυτού.
Yπό αυτό το πρίσμα, οι βάσεις για την διπλή, βαριά και στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις βουλευτικές εκλογές του 2023, όπως εύστοχα την αποκάλεσε ο Γιάννης Πρετεντέρης, τέθηκαν από το 2019 ακόμη, και όχι πρόσφατα, με τον Αλέξη Τσίπρα να αδυνατεί να αλλάξει το κόμμα διότι πρώτα και κύρια δεν μπόρεσε ή δεν κατάφερε να αλλάξει ο ίδιος.
Πόσο ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα οι χαρακτηρισμοί περί ‘χούντας Μητσοτάκη’ και ‘καθεστώτος Μητσοτάκη’; Πόσο αποδοτική μπορούσε να είναι η χαιρεκακία που διακατείχε μέλη του ΣΥΡΙΖΑ στο άκουσμα του χυδαίου συνθήματος ‘Μητσοτάκη, γα…σαι’;, με την χαιρεκακία να είναι η μετεξέλιξη της εχθροπάθειας, του κυνισμού και της μνησικακίας της μνημονιακής περιόδου;
Η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα συνιστά το ‘σύμπτωμα’ μίας ‘βαριάς’ και πολλαπλής, ήτοι μίας εκλογικής, πολιτικής, προγραμματικής, ιδεολογικής και αξιακής ήττας (τι απέγινε η ευγένεια στην πολιτική; ) ένδειξη της αδυναμίας του να σταθεί πλέον ενώπιον των μελών του κόμματος του και να δηλώσει ‘Δεν τα κατάφερα. Ή δεν ‘μπόρεσα.’