Για την στρατηγική της αυτοδυναμίας – Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
Στις τελευταίες του συνεντεύξεις, ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης, αναφέρεται στην ανάγκη επίτευξης αυτοδυναμίας από το κόμμα του στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιουνίου, δηλώνοντας πως σε διαφορετική περίπτωση δεν πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πραγματοποίησης και τρίτων βουλευτικών εκλογών μέσα στον Αύγουστο.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως οι συγκεκριμένες αναφορές που διέπονται από πολιτική λογική, εντάσσονται στην στρατηγική του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας έτσι όπως διαμορφωθεί προ των εκλογών ακόμη της 21ης Μαϊου του 2023, με αποτέλεσμα η επίκληση της αυτοδυναμίας να λειτουργεί περίπου ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία: ‘Σας το είπα και τότε, σας το δηλώνω και τώρα. Ζητώ την αυτοδυναμία και τίποτε λιγότερο.’
Εάν δε, προσδώσουμε ένα θεωρητικό επίχρισμα στην ανάλυση μας, τότε μπορούμε να κάνουμε χρήση της έκφρασης «πολιτολογία της αισιοδοξίας» του Θεόδωρου Τσέκου, λέγοντας πως ουσιαστικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης επενδύει συμβολικούς-πολιτικούς πόρους σε αυτή την «πολιτολογία», δηλώνοντας ανοιχτά πως ‘όπως παραλίγο να δώσετε την αυτοδυναμία στη Νέα Δημοκρατία και μάλιστα με συνθήκες απλής αναλογικής, το ίδιο μπορείτε να κάνετε και τώρα. Και ακόμη καλύτερα.’
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο πρώτος πολιτικός αρχηγός που έχει αντιληφθεί πολύ καλά πως η εκλογική συμπεριφορά είναι ευμετάβλητη, και ακόμη και αν δεν έχει προηγηθεί μεγάλο χρονικό διάστημα από την προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση αυτή μπορεί να αλλάξει επηρεάζοντας την εκλογική επίδοση και κατ’ επέκταση τους τιθέμενους στόχους από πλευράς του πρώτου κόμματος. Δεν επρόκειτο περί ενός κλασικού πολιτικού διλήμματος (‘αυτοδύναμη Νέα Δημοκρατία ή χάος’ κατά το ‘Καραμανλής ή τανκς’) όπως ήδη έχουν σπεύσει να αναφέρουν αρκετοί, το οποίο με την σειρά του συνιστά την βάση για την συγκρότηση συνθημάτων που θα εκπέμπουν συμβολικά και ισχυρά μηνύματα.
Αντιθέτως, εκτιμούμε θεωρητικά πως πρόκειται για διατύπωση ή αλλιώς, για μία στρατηγική αρκούντως νομιμοποιημένη, και λόγω του ό,τι η Νέα Δημοκρατία καθίσταται ο πιο ισχυρός πόλος στον «κομματικό ανταγωνισμό», σύμφωνα με τους Νίκο Μαραντζίδη και Λαμπρινή Ρόρη.
Οπότε σχεδόν ‘δικαιούται’ να θέτει τέτοιες διατυπώσεις στο πολιτικό προσκήνιο, δίχως μάλιστα, και αυτό είναι ένα ιδιαιτέρως ενδιαφέρον στοιχείο, να συναντά πολλές αντιστάσεις από κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής και ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, που δεν σπεύδουν καν να ‘ξορκίσουν το κατ’ αυτούς κακό’: Ήτοι, το ενδεχόμενο απόκτησης ισχυρής αυτοδυναμίας από την Νέα Δημοκρατία και από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, πράγμα που αποκαλύπτει πως εκόντες άκοντες δεν μπορούν να ξεφύγουν εύκολα από αυτή την Νεοδημοκρατική στρατηγική.
Αντιτάσσοντας, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, σε αυτό το ενδεχόμενο (ισχυρή και αυτοδύναμη Νέα Δημοκρατία), το να προκύψει μέσα από τις κάλπες ένας ισχυρός αντιπολιτευτικός πόλος. Ακόμη και αυτές οι αναφορές όμως, συνοδεύονται, τουλάχιστον από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ, από καινοφανή και εσφαλμένα επιχειρήματα περί αποφυγής του ενδεχομένου να υπάρξει ένας ‘παντοδύναμος Μητσοτάκης’, περί αποφυγής του ενδεχομένου να υπάρξει μία ‘παντοδύναμη κυβέρνηση η οποία δεν θα διστάσει να αλλάξει το Σύνταγμα της χώρας.’
Τέτοια μονοσήμαντα επιχειρήματα παραβλέπουν πρώτον, και το πως εξελίσσεται μία διαδικασία Συνταγματικής Αναθεώρησης εντός του Κοινοβουλίου, δεύτερον, και την ύπαρξη ισχυρών θεσμικών αντίβαρων εντός της Τρίτης Ελληνικής, φιλελεύθερης δημοκρατίας σε περίπτωση όπου επιχειρούνταν κάτι τέτοιο (που δεν το πιστεύουμε καθόλου/Δεν μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο/Το ενδιαφέρον είναι πως οι ίδιοι μιλούν για ‘ανατροπή’), και, τρίτον, το πόσο λίγο έχουν μελετήσει εντός του ΣΥΡΙΖΑ, την πολιτική κουλτούρα του Κυριάκου Μητσοτάκη, τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνει τις αποφάσεις, το ό,τι η επίκληση της συναίνεσης δεν αποτελεί ‘κενό γράμμα,’ καθώς και το πως ισορροπεί με άνεση μεταξύ εγχώριου και διεθνούς στοιχείου.
Επιστρέφοντας στα της αυτοδύναμης ρητορικής, θα επισημάνουμε πως αυτή νομιμοποιείται και από το γεγονός πως πολλοί πολίτες δεν ενοχλούνται από τις συχνές πλέον αναφορές σε αυτή, ακριβώς διότι αναγνωρίζουν στη Νέα Δημοκρατία το ’δικαίωμα’ να μπορεί να κινείται με τον τρόπο που θέλει. Με αυτή την στρατηγική και τις προεκτάσεις της, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ξορκίζει την λεγόμενη χαλαρή ψήφο των εκλογέων, όσο την στρατηγική ψήφο.
Δηλαδή, εκείνη την ψήφο όπου ο ψηφοφόρος, φοβούμενος για το αποτέλεσμα που μπορεί να έχει η απόκτηση της αυτοδυναμίας από την Νέα Δημοκρατία, προσφέρει την ψήφο του σε εκείνο το πολιτικό κόμμα που κατά τον ίδιο μπορεί να την αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα.