Το γυμνάσιο της Μίεζας, όπου «συναντήθηκαν» Φίλιππος, Αριστοτέλης και Αλέξανδρος
«Σχολὴν μὲν οὖν αὐτοῖς καὶ διατριβὴν τὸ περὶ Μίεζαν Νυμφαῖον ἀπέδειξεν (Φίλιππος), ὅπου μέχρι νῦν Ἀριστοτέλους ἕδρας τε λιθίνας καὶ ὑποσκίους περιπάτους δεικνύουσιν.»
Χάρη σε αυτήν την αναφορά του Πλούταρχου στον ‘βίο του Αλεξάνδρου’ η Μίεζα πέρασε στην ιστορία ως ο τόπος συνάντησης των δύο μεγάλων. Η πόλη αναφέρεται για τον ίδιο λόγο και από τον Πλίνιο Την βρίσκουμε επίσης στον Κλαύδιο Πτολεμαίο, ενώ δεν λείπουν και επιγραφικές μαρτυρίες της ύπαρξης της από τους Δελφoύς και από το ιερό της Μητέρας των Θεών στην Λευκόπετρα
Βρισκόταν στην Ημαθία, στις χαμηλές υπώρειες του Βερμίου, βόρεια της Βέροιας και ανατολικά της σημερινής Νάουσας. Η ταύτιση του ευρύτερου χώρου με την αρχαία Μίεζα στηρίζεται σε πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα και στις μαρτυρίες των πηγών.
Ετσι ξεκινά το άρθρο της με τίτλο «Ο Αλέξανδρος και ο Αριστοτέλης στην Μίεζα: από τον μύθο του Νυμφαίου στην πραγματικότητα ενός βασιλικού γυμνασίου» η Αγγελική Κοτταρίδη, επίτιμη έφορος αρχαιοτήτων. Το κείμενο δημοσιεύθηκε στη δίτομη έκδοση για τον γενικό διευθυντή του Μουσείου Ακρόπολης, καθηγητή Νικόλαο Σταμπολίδη. Αποτελεί, θα λέγαμε το «μάστερ πλαν» των μελετών για τη Μίεζα, μια αρχαία πόλη με την οποία πρόκειται να ασχοληθεί η Αγγελική Κοτταρίδη εφεξής, διοχετεύοντας την γνωστή και επαινετέα αγάπη, επιστημοσύνη και αφοσίωσή της.
- Διαβάστε επίσης: Μίεζα: Το Γυμνάσιο όπου ο Αριστοτέλης δίδαξε τον Μέγα Αλέξανδρο και τους Μακεδόνες που άλλαξαν τον κόσμο
Αφού ολοκλήρωσε το έργο της στις Αιγές, γνωστές και ως Βεργίνα, όπου έκανε δύο εξαιρετικά μουσεία, των βασιλικών τάφων και το Πολυκεντρικό Μουσείο Αιγών, ανέσκαψε και μελέτησε σε άλλα σημεία και αναστήλωσε το Ανάκτορο του Φιλίππου, δεν σκοπεύει να ασχοληθεί μόνο με την αρχαιολογική μελέτη. Εχει ήδη προγραμματίσει ένα τεράστιο έργο στη Μίεζα, όπου και το γυμνάσιο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Και είναι βέβαιο πως και εκεί θα θριαμβεύσει.
Η Αγγελική Κοτταρίδη, καταρτίζοντας πριν καιρό το master plan για την ανάδειξη και συντήρηση των μνημείων της Μίεζας, κατανόησε πως το περίφημο Γυμνάσιο, που μέχρι τότε πίστευαν πως βρίσκεται αλλού, ήταν μπροστά στα μάτια των αρχαιολόγων.
«Κάποτε οι αρχαιολογικοί θησαυροί εμφανίζονται ξαφνικά μέσα από το χώμα και εντυπωσιάζουν την κοινή γνώμη, άλλοτε ‘αποκαλύπτονται’ ύστερα από συστηματική έρευνα χρόνων και συνδυασμό όλων των δεδομένων» έχει πει η Αγγελική Κοτταρίδη.
«Μετά το ανάκτορο των Αιγών που πια αναγνωρίζεται από την έρευνα ως αρχέτυπο κτήριο και σημείο αναφοράς της δημόσιας αρχιτεκτονικής της Ελληνιστικής Οικουμένης και όχι μόνον, ήρθε η ώρα του βασιλικού γυμνασίου που ίδρυσε ο Φίλιππος Β΄ στην Μίεζα για να ασκήσουν το πνεύμα και το σώμα τους ο Αλέξανδρος και οι επίλεκτοι παίδες των Μακεδόνων, ώστε να γίνουν άξιοι να διοικήσουν τον στρατό και να αναλάβουν τα ύψιστα αξιώματα του κράτους.
Στο Γυμνάσιο της Μίεζας, πρόδρομος του ‘Μουσείου’ της Αλεξάνδρειας, είχε την τιμή να είναι διευθυντής του για τρία χρόνια ο Αριστοτέλης και οι απόφοιτοί του να είναι η εκλεκτή γενιά των μεγάλων που άλλαξαν τον Κόσμο!…».
Σύμφωνα πάντοτε με την σπουδαία αρχαιολόγο, εξαιρετική γνώστρια της αρχαίας Μακεδονίας γενικά και της Ιστορίας των Τημενιδών (οικογένεια Φιλίππου- Αλεξάνδρου) ειδικά, πρόκειται για ένα τεράστιο οικοδομικό συγκρότημα. Ξεπερνά τα 30 στρέμματα και βρίσκεται στα βορειοανατολικά του αρχαίου θεάτρου.
Αυτό το αρχιτεκτόνημα, είναι ένα από τα πρώτα, αν όχι το πρώτο συγκροτημένο αρχιτεκτονικά του είδους του. Έχει ήδη ανασκαφεί σχεδόν ολόκληρη η παλαίστρα και ένα μεγάλο κομμάτι του ‘ξυστού’, της στοάς με μήκος ένα στάδιο (περίπου 200 μ.) όπου ασκούνταν οι έφηβοι στο αγώνισμα του δρόμου.
Υπάρχουν ακόμη συνοδές εγκαταστάσεις δίπλα στην παλαίστρα και, όπως όλα δείχνουν, το στάδιο, που πρέπει να αποκαλυφθούν για να συμπληρωθεί η εικόνα του γυμνασίου (κάτι ανάμεσα σε κολλέγιο και στρατιωτική ακαδημία).
Δεν αποκλείεται καθόλου το συγκεκριμένο ίδρυμα να είναι το αρχέτυπο όλων αυτών των γυμνασίων που από την Μακεδονία και την Μ. Ασία μέχρι την Σαχάρα, την έρημο της Αραβίας, τις όχθες του Ινδού και τις στέπες της κεντρικής Ασίας έγιναν ο μοχλός που έκανε ολόκληρο τον Κόσμο να μιλά, να σκέπτεται, να ζει και να αγωνίζεται με τον Ελληνικό τρόπο, δημιουργώντας την πολυεπίπεδη «ελληνιστική Κοινή».
Οι ανασκαφές στο συγκρότημα ξεκίνησαν την δεκαετία του εβδομήντα, ωστόσο η ασάφεια για την ευρύτερη τοπογραφία της Μίεζας οδήγησε σε ερμηνείες (αγορά, ιερό κλπ.) που ανατρέπονται από τα κατοπινά δεδομένα. Χάρη στο έργο συντήρησης του θεάτρου και την έρευνα στο πλαίσιο του, αλλά και χάρη στην ευρύτερη μελέτη για την δημιουργία του Master Plan της Μίεζας τα πράγματα μπήκαν στη σειρά.
Η Ημαθία θα αποκτήσει σύντομα ένα ακόμη μνημειακό τοπόσημο με τεράστια σημασία για τον πολιτισμό και την ιστορία των Μακεδόνων και του πολιτισμένου Κόσμου.
Σε ομιλία της κατά το παρελθόν, η αρχαιολόγος έχει υπολογίσει σε τουλάχιστον 100 τους συμμαθητές του Αλεξάνδρου (όλους γόνους των ισχυρότερων οικογενειών του βασιλείου) στην περίοδο της παρουσίας του στο Γυμνάσιο. Επίσης, ο τεράστιος όγκος των μαθημάτων, μεταξύ αυτών και του πολέμου, απαιτούσε μεγάλες εγκαταστάσεις και ευρύχωρες αίθουσες διδασκαλίας, ίσως και στάδιο, όπως γινόταν σε όλα τα Γυμνάσια της εποχής.
«Ο Φίλιππος βρέθηκε όμηρος στην Θήβα του Επαμεινώνδα περίπου στην ίδια ηλικία που ο Αλέξανδρος ήταν στο γυμνάσιο της Μίεζας, διδάχθηκε την πολεμική τέχνη από τον Πελοπίδα, μυήθηκε στις διδασκαλίες των Πυθαγορίων και είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει την αποτελεσματικότητα του βοιωτικού συστήματος εκπαίδευσης την καλύτερη στιγμή του από πρώτο χέρι» αναφέρει η κα Κοτταρίδη στο κείμενό της προς τιμήν Ν. Σταμπολίδη. Αντίθετα με τους ισχυρισμούς του Δημοσθένη που αμαύρωσαν την εικόνα του, ο Μακεδόνας βασιλιάς ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος, γνώριζε πολύ καλά την Πλατωνική διδασκαλία και διατηρούσε στενές σχέσεις με τους Πλατωνικούς κύκλους και όπως αποδεικνύουν τα έργα του είναι αυτός ο πρώτος πραγματικά πεφωτισμένος ηγεμόνας σύμφωνα με το πλατωνικό πρότυπο.
Μεγαλοφυής στρατηγός, αλλά και πολιτικός και κοινωνικός μεταρρυθμιστής, ο Φίλιππος κατάφερε, αναβαθμίζοντας το στράτευμα του, να μετατρέψει το χάος που κληρονόμησε στην πρώτη δύναμη της εποχής του και συγχρόνως έθεσε τις βάσεις για την σύνθεση της αποτελεσματικότητας της κεντρικής εξουσίας με τα οφέλη της ελεύθερης, δημιουργικής συμμετοχικότητας σε τοπικό/αστικό επίπεδο, εισάγοντας στο πατροπαράδοτο σύστημα της μακεδονικής βασιλείας τους θεσμούς των αυτόνομων, δημοκρατικά οργανωμένων πόλεων.
Αναγνωρίζοντας την σημασία της συστηματικής εκπαίδευσης, τόσο για την αποτελεσματικότητα του στρατεύματος όσο και για την καλή λειτουργία των πόλεων ο Φίλιππος αναβαθμίζει το βοιωτικό μοντέλο και δημιουργεί σε πρωτοφανή για τα τότε δεδομένα κλίμακα το πρότυπο ‘βασιλικό γυμνάσιο’ στην Μίεζα μια μικρή πόλη που βρίσκεται στη Μακεδονική ενδοχώρα, στον δρόμο που ενώνει τις Αιγές με την Πέλλα, όπου οι ‘παίδες’ του βασιλιά και των εταίρων προστατευμένοι και αναπόσπαστοι από εξωτερικά ερεθίσματα μπορούν να αφοσιωθούν στην μαθητεία τους.
Έχοντας ενστερνισθεί τα πλατωνικά κελεύσματα και πιστεύοντας ότι η άριστη παιδεία είναι η μόνη εγγύηση για βέλτιστη διακυβέρνηση, ο Φίλιππος γίνεται μέγας χορηγός και ευεργέτης και, εγκαινιάζοντας το μοντέλο που θα ακολουθήσουν οι ελληνιστικοί ηγεμόνες, καλεί τον διαπρεπέστερο φιλόσοφο και επιστήμονα της εποχής, τον Αριστοτέλη, να αναλάβει την διεύθυνση του γυμνασίου του, δημιουργώντας έτσι το απόλυτο πρότυπο για την εκπαίδευση του ηγεμόνα και των αρίστων. Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας του Φιλίππου Β΄ θα είναι η εκπληκτική γενιά των ηγετών που έβαλαν τα θεμέλια της Ελληνιστικής Οικουμένης και ο σπόρος που σπάρθηκε στη Μίεζα θα καρπίσει στο Μουσείο της Αλεξάνδρειας.»
Τι διδάσκονταν οι μαθητές; Την τέχνη του πολέμου, η οποία απαιτούσε σκληρή σωματική άσκηση, ιππασία, χρήση όπλων κ.α. Η παρουσία του Αριστοτέλη δηλώνει την μαθητεία στα γράμματα, στις επιστήμες, στην πολιτική, στην ηθική και στην φιλοσοφία, ακόμη και στην ‘μεταφυσική’.
Το Γυμνάσιο καταστρέφεται «στις πρώτες δεκαετίες του 3ου προχριστιανικού αιώνα, μια ιδιαίτερα ταραγμένη εποχή που σημαδεύεται από την εισβολή των Γαλατών στην Μακεδονία, ωστόσο είναι απαραίτητο να συνεχιστεί η ανασκαφή για να διαπιστωθεί η πραγματική έκταση της καταστροφής, καθώς και αν κάποια τμήματα του οικοδομικού συγκροτήματος επιδιορθώθηκαν και συνέχισαν να λειτουργούν, σε ποια έκταση και ως πότε.»
Το βέβαιο είναι ότι ανεξάρτητα από αυτό, η ιστορία δεν σταμάτησε εκεί. «Την άνοιξη του 324 π.Χ. 30.000 ‘Επίγονοι’, νεαροί Πέρσες και άλλοι Ασιάτες, πλήρως εκπαιδευμένοι στον μακεδονικό τρόπο πολέμου, ήταν έτοιμοι να ενταχθούν ισότιμα στο στράτευμα του Αλέξανδρου και να αντικαταστήσουν τους παλαίμαχους Μακεδόνες.
Αυτό σημαίνει περίπου τρία ως πέντε χρόνια μαθητείας και μερικές ντουζίνες ‘βασιλικά’ γυμνάσια, ανάλογα με αυτό της Μίεζας, διάσπαρτα από τα Άρβηλα, την Βαβυλώνα, τα Σούσα και τα Εκβάτανα μέχρι τα Βάκτρα και τα Μαράκανδα, ενσωματωμένα στις ολοκαίνουριες Αλεξάνδρειες που όριζαν πια τους δρόμους του εμπορίου και του πολιτισμού στην καρδιά της Ασίας» λέει η κα Κοτταρίδη.
«Η ένταξη των Επιγόνων κόστισε στον Αλέξανδρο μια ανταρσία, αλλά το ποτάμι είχε ξεκινήσει και δεν μπορούσε πια να γυρίσει πίσω. Τον δρόμο του Αλέξανδρου συνέχισαν οι σύντροφοι και συμμαθητές του στην σχολή της Μίεζας, οι διάδοχοι και οι απόγονοι των απογόνων τους.
Οι στρατιώτες-κληρούχοι που δεν γύρισαν πίσω, οι ‘Επίγονοι’ και οι απόγονοί τους, τα παιδιά των μεικτών γάμων, οι εξελληνισμένοι Ασιάτες και Αφρικανοί, οι τολμηροί και φιλοτάξιδοι Έλληνες έγιναν οι πολίτες των εκατοντάδων νέων και παλιών πόλεων της Ελληνιστικής Οικουμένης.
Απαραίτητο σημείο αναφοράς σε κάθε πόλη, κάποτε ακόμη και έξω από αυτή ήταν το Γυμνάσιο, το καθίδρυμα που μπορούσε να παράξει ικανούς μαχητές για τον ηγεμόνα, καλούς πολίτες, στην ανάγκη υπερασπιστές, για την πόλη, πολιτισμένους και επαρκώς μορφωμένους συμμέτοχους στη νέα τάξη πραγμάτων και αποδείχθηκε ένας από τους βασικούς, αν όχι ο βασικός μοχλός της δημιουργίας της πολυεπίπεδης ελληνιστικής κοινής.»