Ο Αλέξης Αλεξανδρής στη συνέντευξη της ζωής του! Από τη Βέροια ως την Πάρο, από την ΑΕΚ έως τον Ολυμπιακό, ο βετεράνος κανονιέρης τα λέει έξω από τα δόντια για όλους και για όλα -αποκλειστικά στο Sportday.gr-, διαλέγει την ιδανική «ερυθρόλευκη» ενδεκάδα, θυμάται απίθανα περιστατικά από αγώνες, αποδυτήρια, γήπεδα, τις κουβέντες στο «κόκκινο» δωμάτιο και συγκλονίζει!
Ο Αλέξης Αλεξανδρής στη συνέντευξη της ζωής του από την Πάρο στο Sportday.gr. Το «κόκκινο» δωμάτιο πριν από τα ντέρμπι που δεν έβλεπες από την… κάπνα, ο μοναδικός Καραπιάλης, οι μυστικές προπονήσεις με Τζόλε, Γεωργάτο, η δική του ιδανική ενδεκάδα του Ολυμπιακού όλων των εποχών, η προετοιμασία για το ανεπανάληπτο 1-4 της Λεωφόρου, ο Μαρινάκης, ο Βαρδινογιάννης, ο Μελισσανίδης, ο Κόκκαλης, ο Μπάγεβιτς, ο Λουτσέσκου, ο Βαζέχα σε απίθανες ανέκδοτες ιστορίες. Διαβάστε το πρώτο από τα τρία μέρη:
Έχεις πολλά χρόνια να μιλήσεις και ίσως νιώθεις ότι έχει έρθει η ώρα να πεις κάποια πράγματα…
Τι να πεις; Σάμπως θα ξυπνήσουν κάποιοι; Eγώ τί σιχαινόμουν παλιά; Όταν εμένα μου έλεγαν “εμείς στην εποχή μας”, μ’ έπιανε ταράκουλο. Όλα εξελίσσονται. Καλή η ιστορία, ναι, αλλά δεν μπορώ να γυρίσω 30 χρόνια πίσω. Τι να κάθομαι να λέω, τι κάναμε εμείς;
Δεν ήταν λίγα αυτά που κάνατε…
Πολλοί νέοι τ’ ακυρώνουν μόνοι τους όλα. Ξέρεις κανέναν να ασχολείται με ιστορία; Εμένα μου λέει κάποιος “είμαι Oλυμπιακός” άρρωστος και του λέω “ποιος είμαι εγώ;” και με κοιτάει. Δεν με ξέρει.
Υπάρχουν παιδιά 20 χρονών που δεν σας πρόλαβαν, αλλά σας γνωρίζουν και σας θαυμάζουν…
Έχει αλλοιωθεί όλο αυτό. Άλλος κόσμος, άλλες γενιές. Βλέπω και με τους ποδοσφαιριστές πώς είναι: θέλουν όλοι μέσα σε ένα μήνα να γίνουν εκατομμυριούχοι, να γίνουν τοπ. Εγώ ήξερα ότι πρέπει να πάω πέντε χρόνια στη Βέροια και να μου γίνει ο πισινός… να, για να πετύχω. Έπρεπε να βγω πρώτος σκόρερ, να πάρω ένα πρωτάθλημα. Αλλιώς πώς θα ενδιαφερθεί ομάδα για μένα;
Τώρα ο άλλος το θεωρεί δεδομένο. Στην κουτσή Μαρία παίζει και λέει εγώ όταν πάρω μεταγραφή στο εξωτερικό. Πώς θα πάρεις μεταγραφή στο εξωτερικό; Πού παίζεις; Α’ Τοπικό; Ή Γ’ Εθνική και έχεις βάλει 3,5 γκολ; Πέντε χρόνια μου πήρε εμένα να φύγω. Πέντε. Βγήκα πρώτος σκόρερ στη Β’ Εθνική, έπαιξα κι Εθνική Ανδρών από τη δεύτερη κατηγορία για να κάνω κάτι.
Ήρθα να παίξουμε τάβλι, έμαθα είσαι καλός και δεν χάνεις…
Δεν βρίσκω αντίπαλο. Δεν με παίζει κανένας πλέον. Είμαι σαν τον Τάραμα που του έχουν απαγορεύσει να πηγαίνει στα καζίνο.
Είναι αλήθεια ότι δεν ξέρεις καν τάβλι;
Ξέρω, αλλά όχι σε αυτό το σημείο που έγινε τόσος ντόρος σε μια συνέντευξη που έδωσα παλιότερα. Στην αρχή το διακωμώδησα κι εγώ, γέλασα. Ήταν πάνω στη συζήτηση. Απευθύνθηκα σε τρίτο πρόσωπο, όπως μιλάμε στην παρέα. Και λέω: “αν είναι να κερδίσεις και το παιδί σου θα κλέψεις που λέει ο λόγος”.
Αυτό που λένε στο καφενείο, που το έχω ακούσει άπειρες φορές, που το έχω ακούσει παντού. Το απομόνωσαν κάποιοι για άλλους λόγους, για να χτυπήσουν τον Ολυμπιακό.
Πρέπει να ξέρεις ότι είμαι ο μοναδικός που έχω φάει τόσο μπούλινγκ από τους παίκτες του Ολυμπιακού. Όχι τόσο όταν έπαιζα, αλλά όταν σταμάτησα. Και η απάντηση ξέρεις ποια είναι. Μου λένε κάποιοι ότι “είσαι βιαστής του παιδικού μας ονείρου”. Λέω παιδιά “δεν φταίω εγώ σε αυτό”.
Τι; Θα μου το κοπανάτε μια ζωή ότι είμαι βιαστής του παιδικού σας ονείρου επειδή απλά είχαμε καλύτερη ομάδα από εκείνη που υποστηρίζετε;
Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες…
Κακά τα ψέματα, ξέρεις ότι είναι ανάλογα με τη δουλειά που κάνεις. Είσαι εκτεθειμένος, είσαι δημόσιο πρόσωπο, έχεις επίγνωση των όσων λες, αλλά όταν σε μια πορεία τριάντα χρόνια έχεις πει πράγματα, μπορεί κάποια να μην αποδοθούν ανάλογα.
Πιστεύω ότι απομονώθηκε μια ατάκα, μεταφέρθηκε με άλλη έννοια από αυτή που ήθελες…
Ακριβώς. Ότι “έτσι τα έπαιρνες τα πρωταθλήματα”. Δεν είναι έτσι. Μπορεί να έχω πάρει ένα και δύο και πέντε πέναλτι όπως το λες, όπως έχει πέσει και ένας αμυντικός άλλες δέκα φορές για να πάρει φάουλ. Μεγαλύτεροι… απατεώνες από τους αμυντικούς δεν υπάρχουν, να ξέρεις.
Δες και στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Όταν μαρκάρει ένας επιθετικός έναν αμυντικό τι θέατρο κάνει ο αμυντικός για να πάρει το πιο αστείο φάουλ. Κάτι που αντίστοιχα αν το κάνεις εσύ, είσαι μέγας… αλήτης!
Έπαιξες 500 παιχνίδια, έβαλες 250 γκολ. Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο αυτό θα πληρωνόταν. Σήμερα με αυτά τα νούμερα θα μπορούσες να κάνεις πολύ πιο εύκολα μεταγραφή σε τοπ ομάδα. Ήταν θέμα δουλειάς, ήταν θέμα ταλέντου, ήταν θέμα πείσματος; Ήταν θέμα τρέλας;
Θέμα στόχων. Τι θέλεις να κάνεις. Εγώ ήξερα από μικρός, από όταν συνειδητοποίησα ότι μου αρέσει το ποδόσφαιρο και έχω μια κλίση. Αυτό είναι ένα ταλέντο.
Ταλέντο, βέβαια, για μένα είναι να καταλαβαίνεις όταν μπεις στο ποδόσφαιρο πόσο γρήγορα αφομοιώνεις αυτά που σου λένε. Αυτό είναι το πραγματικό ταλέντο. Το να βάλω ένα ωραίο ψαλιδάκι ή τα βολ πλανέ είναι επιδεξιότητα, όχι ταλέντο.
Ταλέντο είναι να μου δώσεις τις οδηγίες πώς πρέπει να κινηθώ και το πλάνο του προπονητή να το κάνω πραγματικότητα. Το άλλο είναι ο στόχος. Εγώ είπα “θέλω να γίνω ποδοσφαιριστής”. Οκ. Πώς θέλεις να γίνεις ποδοσφαιριστής; Τι λύση υπάρχει; Ξεκινάμε από το «άλφα». Προπόνηση. Πρέπει να αγαπήσεις την προπόνηση. Επανάληψη. Από 12 χρόνων…
Είχες κάποιο ερέθισμα για να γίνεις ποδοσφαιριστής και Ολυμπιακός;
Ο πατέρας μου ήταν άρρωστος Ολυμπιακός, αλλά και Εθνικός από ένα σημείο και μετά. Όταν πήγε ο Γιούτσος στον Εθνικό, έγινε και Εθνικός. Έχω γυρίσει όλη την Ελλάδα και με τον Ολυμπιακό και με τον Εθνικό. Κάθε Κυριακή ήμασταν Καραϊσκάκη. Ο πατέρας μου ήταν ποδοσφαιριστής στον Πέλοπα Κιάτου, αλλά σταμάτησε μικρός.
Όταν εγώ ξεκίνησα, μου είπε “διάλεξε τι θέλεις να κάνεις”. Θέλεις να σπουδάσεις; Θέλεις να έρθεις στη δουλειά, ηλεκτρολόγος αυτοκινήτων; Δεν μου έβαλε ποτέ το μαχαίρι στον λαιμό. Μια μπάλα μου πήρε. Αλλά αν σου πάρει την μπάλα την ωραία, την Tango του ’78 που ήταν της Αργεντινής. Εγώ κοιμόμουν σαν έγκυος, την είχα από μέσα από τα ρούχα στο κρεβάτι.
Κατάλαβα, όλη μέρα με τη μπάλα στα πόδια…
Καλοκαίρια δεν σου συζητάω, δεν υπήρχε. Όλα τα παιδιά στη θάλασσα κι εγώ στο γήπεδο και στις αλάνες. Μέχρι τις 12 τη νύχτα παίζαμε σε όλους τους μαχαλάδες, τους αντιμετωπίζαμε όλους. Κομμένα πόδια, ερχόμουν στο σπίτι λες και επέστρεφα από πόλεμο.
Μεγάλη οικογένεια;
Είμαστε τρία αδέρφια, δύο αδερφές κι εγώ, ο μικρότερος. Μετά δεν με άφηνε ο πατέρας μου. Το ανώμαλο της κατάστασης. Όταν έφτασα 14 χρονών και έβγαλα δελτίo στην Αναγέννηση Κιάτου, ξαφνικά δεν ερχόταν στο γήπεδο. Και του έλεγαν “δεν θέλεις να έρθεις να δεις τον γιο σου, είναι καλός”. “Όχι” έλεγε, “του παίρνετε τα μυαλά, αφήστε τον να γίνει ό,τι θέλει”. Μα του έλεγαν “φαίνεται τι θέλει, είναι καλός έλα να τον δεις”.
Ήρθε τελικά;
Μετά από 1,5 χρόνο ήρθε. Και όταν με είδε, μου είπε ένα πράγμα: “Σε αυτή τη θέση αγόρι μου που παίζεις αν δεν βάλεις γκολ, πάει. Πώς θα βάλεις γκολ; Εδώ είναι η εστία, εδώ είναι ο τοίχος, εδώ είναι η μάντρα”. Ε, το σπίτι μου το σοβαντίσαμε τέσσερις φορές, τον είχα γκρεμίσει τον τοίχο σουτάροντας.
Εν τω μεταξύ, ήρθε να με δει σε ένα παιχνίδι, εγώ είχα το δεξί πόδι για καλό, αλλά όλα τα γκολ, αν προσέξεις, είναι με το αριστερό. Και μου λέει: “με ένα πόδι εσύ θα παίξεις ποδόσφαιρο;” Στην αρχή δεν κατάλαβα τι εννοούσε. “Τι εννοείς του λέω; Δύο πόδια έχω”. Ήμουν 14-15 τότε, Α’ Τοπικό. Και μου απαντά: “Δηλαδή αν σου έρθει στο αριστερό, τι θα του πεις; Περίμενε να την πάρω με το δεξί; Και θα σε περιμένει ο αμυντικός να σε βγάλει φωτογραφία;”.
Καθημερινά από τότε εγώ σούταρα με το αριστερό και το έκανα καλύτερο χωρίς να το έχω. Με το αριστερό χέρι δεν μπορώ ούτε νερό στο ποτήρι να βάλω. Με το αριστερό πόδι, όμως, μπορώ πλέον να σημαδέψω καλύτερα από το δεξί, που είναι το καλό μου.
Το δούλεψες…
Ήταν καθαρά απόρροια δουλειάς. Λένε όλοι κι ακόμα ρωτάνε… “Ω το ψαλιδάκι εκείνο, το βολ πλανέ το άλλο”. Τους λέω, “παιδιά εγώ έβαζα τον Μαυρογενίδη δεξιά όταν τελείωνε η προπόνηση και τον Γεωργάτο αριστερά. Ο Γεωργάτος πώς έμαθε να κάνει τόσο καλές σέντρες; Όταν ήρθε από την Παναχαϊκή δεν είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με αυτό το κομμάτι, γιατί έπαιζε και δεκάρι, άλλη θέση.
Του είπαμε “κάτσε αριστερό μπακ” και ήθελε να φύγει να πάει δανεικός στην Καλαμάτα! Και του λέω Γρηγόρη “κάτσε αγόρι μου εδώ πέρα, σ’ αυτή τη θέση με την μπάλα που ξέρεις θα κάνεις μεταγραφάρα”, όπως και έκανε. Και έβγαζε 200 σέντρες ο Γρηγόρης έτσι.
Μετά ήταν ο Τζόρτζεβιτς. Τους έβαζα να μου κάνουν σέντρες κι εγώ να τελειώνω τη φάση. Και με τερματοφύλακα. Είχαμε τον Κλεόπα Γιάννου και τον Ελευθερόπουλο που ήταν πιο πιτσιρικάς. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα. Αυτό που έβλεπες εσύ την Κυριακή, που φαινόταν τέλειο, εγώ το είχα κάνει τριακόσιες φορές μέσα στην εβδομάδα.
Οπότε την Κυριακή μου φαινόταν αστείο. Κι εσύ έλεγες “πώς το έκανε;”. Εγώ έλεγα, “άντε να το κάνω, αφού ήρθατε και σήμερα, να το δείτε”. Το είχα τόσο δικό μου.
Αυτό θυμίζει λίγο την τρέλα που είχε ο Σπανούλης, που έλεγαν ότι έφευγε τελευταίος από το γήπεδο.
Αυτό είναι. Ρώτα τους ανθρώπους που γνωρίζεις στου Ρέντη. Δύο ώρες νωρίτερα ήμουν. Είχαμε τρεις προπόνηση, στη μία ήμουν εκεί. Τελειώναμε στις 17:00 και έφευγα στις 19.30. Έφτανα στην Κηφισιά που έμενα στις 10-11 το βράδυ. Αν δεις ποδοσφαιριστή με το που σφυρίζει ο προπονητής, μέχρι να κάνεις διατάσεις, έχει μπει στο αμάξι κι έχει φύγει, κάψ’ τον. Δεν πας πουθενά. Θέλει πολλή συνέπεια σε αυτό.
Η κορυφή θέλει θυσίες.
Είναι μια χαμένη νεότητα. Τώρα το συνειδητοποιώ συζητώντας με τα παιδιά μου που είναι στις ηλικίες αυτές. Και μου λένε: “μπαμπά τότε εσύ”. Τι εγώ; Εγώ τότε δεν το ήξερα το “έξω”. Δεν έζησα τέτοια πράγματα. Δεν ξέρω τι σημαίνει Παρασκευή ξενύχτι. Αν κάτι το γουστάρεις πολύ, δεν καταλαβαίνεις τι θυσιάζεις. Δεν σε ενδιαφέρει. Είσαι συνειδητοποιημένος. Όπως και κάθε δουλειά. Μπορεί να θέλεις να σπουδάσεις. Πώς θα σπουδάσεις; Πρέπει να διαβάσεις, να καταπιείς τόνους βιβλία για να γίνεις γιατρός.
Πώς εξελίχθηκε η πορεία της καριέρας σου;
Μετά από τα τοπικά, τρία χρόνια Γ’ Τοπικό, Β’ Τοπικό, Α’ Τοπικό, έφτασα κοντά στα 90 γκολ. Είχα 30, 30 και 32. Δεξί χαφ η θέση μου, οχτάρι κανονικό. Και στην ΑΕΚ αυτό έπαιξα δύο χρόνια και στη Βέροια 5 χρόνια. Μόνο την τρίτη χρονιά έπαιξα πιο ελεύθερος και ούτε καν σέντερ φορ. Και στον Ολυμπιακό πάλι, μετά τα τρία – τέσσερα χρόνια, ποτέ δεν ήμουν ο κλασικός μπροστά.
Και πώς είχες τέτοιες επιδόσεις στο γκολ;
Μου άρεσε να διαβάζω πού υπάρχει το κενό. Αλλά αν έχεις καλούς συμπαίκτες, ξέρεις. Είναι και θέμα αντίληψης. Όταν πάρει τη μπάλα ο Τζόρτζεβιτς πού πρέπει να πάω; Τι θα κάνει; Πού θα τη βγάλει τη σέντρα; Εγώ πήγαινα εκεί που έπρεπε. Ήμουν πάντα εκεί.
Έλεγαν οι παλιοί προπονητές, “παίκτη που είναι μέσα στη φάση μην τον φοβάσαι”.
Εντάξει, δεν θα βάλεις και τα πέντε γκολ, αυτό έλεγε και ο Μπάγεβιτς όταν χάναμε ευκαιρίες. Το πρόβλημα είναι να δημιουργήσεις. Ας βγουν οι ευκαιρίες και τα γκολ θα μπουν. Σ’ ένα ματς με τον Άρη είχαμε χάσει στο ΟΑΚΑ 0-1, αλλά μας χειροκροτούσε όλο το γήπεδο. Είχαμε εκατό ευκαιρίες. Όταν δεν κάνεις φάση, όταν δεν βρίσκεσαι στη φάση είναι το πρόβλημα.
Μου λέει ο άλλος είναι σέντερ φορ. Ωραία. Ξεκινάμε από τα πόσα γκολ έχει βάλει. Μετά σε πόσες φάσεις είναι; Πατάει την περιοχή; Σέντερ φορ και μου γυρίζεις στο κέντρο; Κι αν πάει η μπάλα στην περιοχή, ποιος θα είναι εκεί; Πού θα προλάβεις να πας; Πώς να αξιολογήσω τον παίκτη; Αν μου κάνει πέντε ευκαιρίες, θα το βάλει το ένα. Την άλλη Κυριακή μπορεί να βάλει και δύο και τρία. Πέντε στα πέντε δεν μπορεί να βάλει.
Όσοι σε αντιμετώπιζαν με αυστηρή κριτική, που σ’ έλεγαν χασογκόλη, το έκαναν από φθόνο ή ότι σε είχαν σε τόσο υψηλό επίπεδο που δεν μπορούσαν να δεχθούν ότι έχασες μια ευκαιρία;
Το θεωρώ γελοίο. Την πρώτη χρονιά που ήρθα στον Ολυμπιακό, έβαλα 16 γκολ στο πρωτάθλημα και 13 ή 14 στο Κύπελλο. Και μου έλεγαν ότι δεν είχα καλή χρονιά. Και λέω πλάκα κάνετε ρε παιδιά; 30 γκολ! Ήταν καθαρά θέμα φθόνου. Ήταν κομπλεξικά πράγματα. Εγώ τρία χρόνια στην ΑΕΚ έπαιξα τσάμπα. Ήμουν το καλύτερο παιδί, ο μόνος που ξέρει να μιλάει ελληνικά, ο μόνος που ξέρει να συμπεριφερθεί. Έτσι μου έλεγαν όλοι στην ομάδα.
Και μετά;
Μόλις πήρα τη μεταγραφή στον Ολυμπιακό και ακούστηκε ότι πήρα διακόσια εκατομμύρια έγινα αλήτης, κωλόπαιδο, χασογκόλης, προδότης. Στην αρχή γελάς. Αλλά από την άλλη λες ρε φίλε, μια δουλειά κάνουμε, μην τρελαθούμε κιόλας. Έχω πει σε πολλούς: “Θέλεις να έρθω το πρωί στη δουλειά σου και να σε βρίζω; Ξεκινάς, ανοίγεις και αρχίζεις και πουλάς τσίχλες. Αν σε αρχίσω στα μπινελίκια θα σου αρέσει;” Μου λέει “δεν θα το άντεχα, θα σε έκανα μαύρο στο ξύλο…”.
Εγώ αντίθετα πρέπει να το ανέχομαι αυτό από την κερκίδα. Το ήξερα βέβαια. Αυτή είναι η δουλειά μας. Αλλιώς δεν την κάνεις. Πάντως είναι να τρελαίνεσαι. Να ξέρεις ότι έχω παίξει 500 ματς, έχω βάλει 250 γκολ και να τ’ ακούω κιόλας. Πριν κάνουμε όνομα, όλοι ήμασταν καλά παιδιά. Μόλις ανεβήκαμε, δεν ξέρω. Με το που ανεβαίνει κάποιος, να του ρίξουμε πέτρες, να τον πετάξουμε κάτω.
Αυτό μπορούσες να το διαχειριστείς ή σου πήρε χρόνο;
Δεν μου πήρε πολύ χρόνο. Στην αρχή, ούτε δύο εβδομάδες. Και με δημοσιογράφους που έγραφαν… Ποτέ δεν πήρα ούτε έναν άνθρωπο να τον βρίσω ή να του πω κάτι. Ξέρεις τι περίμενα; Δεν θα έρθει η Κυριακή; Θα έρθει. Κοντά είναι. Θέλω τη Δευτέρα να σε δω ρε μάγκα τι θα γράψεις. Αυτή είναι η καλύτερη απάντηση που μπορείς να δώσεις όταν ξέρεις τον εαυτό σου. Όταν ξέρεις τι δουλειά κάνεις. Δεν είμαι ούτε μάγος ούτε Θεός να πω ότι μπορώ να τα κάνω όλα τέλεια.
Όταν έφυγες από τη Βέροια να πας στην ΑΕΚ, νομίζω υπήρχαν κι άλλες ομάδες που ενδιαφέρθηκαν.
Και ο ΠΑΟΚ, αλλά από τον Παναθηναϊκό τότε είχε γίνει απαγωγή μου! Κανονικά (σ.σ. γελάει). Μετά από ένα ματς στον Χαραυγιακό που παίζαμε Β’ Εθνική με τη Βέροια, ο καπετάνιος (σ.σ. Γιώργος Βαρδινογιάννης) με τον δικό μας τον πρόεδρο, τον συγχωρεμένο, τα είχαν βρει. Εγώ δεν ήξερα τίποτα. Και μου λέει θα πάμε σε ένα σπίτι. Και φεύγουμε και πάμε στην Εκάλη, βλέπω εγώ πρώτη φορά τον Ρίνγκο και μου κόπηκαν τα πόδια.
Κατ’ αρχήν μου είχε κάνει εντύπωση που έπινε καφέ σε μια τεράστια κούπα. Δεν είχα ξαναδεί τέτοια κούπα για καφέ. Ήταν βράδυ, 8:00. Ήξερε το γενεαλογικό μου δέντρο, τα πάντα. Από αδέρφια, ο πατέρας μου τι δουλειά κάνει, τα πάντα. Και προσπαθούσε να με δελεάσει. Ότι θα μου φτιάξει βενζινάδικο και άλλα τέτοια.
Εγώ είχα ήδη μιλήσει με την ΑΕΚ και τότε ο Μπάγεβιτς με τον Ραβούση που μου είχαν πει ότι “σε θέλουμε γιατί πιστεύουμε ότι είσαι ένα γρανάζι που λείπει από την ομάδα”. Δεν μου είχαν πει ότι θα σου πάρουμε ένα αυτοκίνητο ή θα σου φτιάξουμε ένα μαγαζί.
Ο Γενεράκης είχε κάνει την πρόταση. Πίστευα τότε ότι μου ταίριαζε καλύτερα η ΑΕΚ, ότι θα είχα περισσότερες πιθανότητες ως ένα νέο παιδί να βρω χώρο. Ήταν και ο Μπάγεβιτς τότε που όλους μάς δελέαζε, κακά τα ψέματα. Όταν με πήρε και μου είπε “θέλω να βρεθούμε” ήταν σαν να με πήρε ο Θεός τηλέφωνο…
Τι σχέση απέκτησες με τον Μπάγεβιτς;
Καλός άνθρωπος, δεν είχα ποτέ πολλά, πολλά. Μπορούσες, όμως, να συνεννοηθείς με τα μάτια. Εμένα μου είχε βάλει πρόστιμο, φαντάσου, γιατί όταν γεννήθηκε το πρώτο μου παιδί, πήγα με τον Αγορογιάννη και τον Καραγιάννη σε ένα μπαράκι μετά το νοσοκομείο. Το παιδί είχε γεννηθεί στις 3.30 τα ξημερώματα. Και επειδή μου έκαναν παρέα τα παιδιά, βγήκαμε μετά να πιούμε ένα ποτό.
Κάποιοι του το σφύριξαν και την άλλη μέρα μου λέει: “Έχεις ένα εκατομμύριο πρόστιμο”. Του λέω “γιατί”; Μου λέει “το βράδυ ήσουν στις 4:00 στην Αγία Παρασκευή”. Του λέω 4.15! Α, ακόμα πιο πολύ, μου λέει. Του λέω “αφού τέσσερις παρά γεννήθηκε το παιδί”. “Δεν με νοιάζει” μου λέει. Ήταν αυτά τα κρύα αστεία του Μπάγεβιτς. Το κράτησε το πρόστιμο (σ.σ. γέλια).
Και ξεκίνησες στην ΑΕΚ ως χαφ…
Εγώ πάντα δεξί χαφ σε 4-4-2. Δεξιά στη γραμμή. Δεν είχαμε τότε τα κλασικά τα εξτρέμ στο 4-3-3, όπως ήταν ο Σαραβάκος ή ο Στέλιος (σ.σ. Γιαννακόπουλος).
Για να ξαναβρεθείτε στον Ολυμπιακό…
Εγώ έφυγα νωρίτερα από τον Μπάγεβιτς. Εκείνος έφυγε δύο χρόνια μετά από μένα. Εγώ το ’94, αυτός το ’96. Αυτοί που γνωρίζουν, γνωρίζουν. Εμείς είμαστε στην οικογένειά μας, άρρωστοι Ολυμπιακοί. Οι φίλοι μου άρρωστοι Ολυμπιακοί. Αυτό εμένα δεν με επηρέαζε, εγώ ήμουν πάντα επαγγελματίας σε αυτό το πράγμα. Ήξερα και σεβόμουν. Και οι φίλοι μου δεν είναι μόνο Ολυμπιακοί, είναι και Παναθηναϊκό και ΑΕΚ και ΠΑΟΚ. Είμαι στην ΑΕΚ, θα δώσω και την ψυχή μου…
Υπήρχε ένα δέσιμο με τον Ολυμπιακό από το σπίτι…
Πάντα. Κι όταν ήταν να έρθω, έλεγα. Είδες εκείνα τα χρόνια ο Ολυμπιακός είχε να πάρει πολλά χρόνια πρωτάθλημα, ήθελα να πάω. Έλεγα μόλις τελειώσει το συμβόλαιό μου θα πάω. Το είχα πάρει απόφαση, όχι επειδή εμφανίστηκε ο Κόκκαλης.
Όποιος κι αν ήταν τότε και μου έλεγε σε θέλει ο Ολυμπιακός, εκείνο το καλοκαίρι, θα πήγαινα. Έβλεπα μπροστά. Έβλεπα μια ομάδα που είναι τοπ. Αλλά έχει μια οκταετία να κάνει κάτι. Ήθελα να το συνδυάσω. Με την ΑΕΚ πέτυχα το απόλυτο. Τρία στα τρία. Φοβερές χρονιές. Αν το κάνω κι αυτό, θα δείξω ότι κι εγώ εξελίσσομαι. Ήταν μεγάλο κίνητρο για μένα, αλλά το πίστευα ότι θα γίνει.
Το δεύτερο παράσημο που σε συνοδεύει είναι τα δέκα πρωταθλήματα. Λίγοι το έχετε καταφέρει αυτό σε όλη την Ελλάδα.
Τρία άτομα είμαστε. Ο Τζόλε έχει περισσότερα, δώδεκα, αλλά ως ξένος. Κι εγώ με τον Ανατολάκη δέκα. Τρία άτομα είμαστε. Ήταν θέμα αντίληψης όχι μόνο πώς θα κάνεις το γκολ, αλλά και τι είναι καλό για την εξέλιξή σου ποδοσφαιρικά.
Εννοείται. Σίγουρα εγώ βοηθούσα για να βάλω τα είκοσι γκολ, ο Τζιοβάνι άλλα δεκαπέντε, προστατεύαμε την ομάδα μόνοι μας. Τότε δεν υπήρχαν ούτε τεχνικοί διευθυντές, ούτε γενικοί διευθυντές ούτε γενικός αρχηγός έτσι όπως είναι τώρα. Όταν έρχονταν τα νέα παιδιά στον Ολυμπιακό ή οι ξένοι ο καθένας μας είχε ένα ρόλο. Να τον βάλει μέσα στην ομάδα, να του δώσει να καταλάβει τι είναι αυτή η ομάδα.
Τι πρέπει να δώσεις σε αυτόν τον κόσμο. Δεν είναι όπως στις σημερινές γενιές που ο άλλος δεν γνωρίζει και έρχεται να κάνει μια μεταγραφή σε μια μεγάλη ομάδα και λέει θα πάω να πάρω τα λεφτά. Εκεί είχε σεμινάριο, φροντιστήριο.
Αυτό ήταν κάτι που σας έβγαινε έμφυτο ή το καλλιεργούσατε;
Εγώ το είχα πάντα. Κανένας προπονητής δεν το είχε ζητήσει, γιατί και τότε άλλαζαν οι προπονητές και δεν ήταν τόσο μεγάλες προσωπικότητες πριν έρθει ο Μπάγεβιτς. Εμένα μου άρεσε από μόνος μου. Όπως θα ήθελα να πάω σε μια ομάδα πρώτη φορά και δεν ξέρω κανέναν και θα με πάρεις εσύ από το χέρι και θα μου πεις φίλε έλα εδώ, πρόσεξε αυτό το πράγμα, Εμείς έτσι λειτουργούμε, ο κόσμος είναι έτσι. Το έκανα από μόνος μου.
Έπαιρνα τους ξένους, που δεν μίλαγα κιόλας τη γλώσσα. Όταν ο Καρεμπέ ήρθε στον Ολυμπιακό τον είχα από κοντά. Του έλεγα τι πρέπει να προσέξει. Δεν είναι εδώ Γαλλία, δεν είναι Ισπανία να κάνεις αυτά που γουστάρεις. Θα σε ξεφωνίσουν, μπορεί να έχεις πρόβλημα με τη γυναίκα σου αύριο. Εδώ παίζουμε την Κυριακή με τον Παναθηναϊκό.
Αυτό ήταν το ωραίο το φροντιστήριο. Δεν έχει άντε εγώ ήρθα ξένος, έλα μωρέ ένα παιχνίδι είναι, παίζουμε, χάσουμε. Εδώ αν χάσουμε μέχρι τον δεύτερο γύρο δεν μπορούμε να κυκλοφορήσουμε. Και σε κοίταξε σαν εξωγήινο.
Και από το φροντιστήριο που του έκανες του Καρεμπέ είναι ακόμα στον Ολυμπιακό.
Όλοι έμπαιναν στο πνεύμα τι είναι αυτή η ομάδα. Γιατί δεν είχαμε προβλήματα μέσα στα αποδυτήρια. Και ποιοι άλλοι το έκαναν εκτός από σένα; Ο Τζόλε, ο Καραπιάλης, ο Καραταΐδης, οι παλιότεροι. Αυτοί που είχαν και τον σεβασμό. Αλλά τον κέρδιζες τον σεβασμό.
Δεν έμπαινα εγώ στα αποδυτήρια και έλεγα είμαι πρώτος σκόρερ. Κάτι καραγκιοζιλίκια που τα έχω συναντήσει κι εγώ πιτσιρικάς όταν ξεκίνησα στη Βέροια. Έβαζαν μια γραμμή κάτω και έλεγαν αν περάσεις τη γραμμή θα σου κόψουμε τα πόδια. Εμείς δεν μιλάγαμε έτσι. Εμείς παίρναμε τα νέα παιδιά, τους λέγαμε ελάτε να βγείτε έξω, να μάθετε τι πρεσβεύουμε.
Είμαστε μεγάλος σύλλογος, δεν είμαστε ένας σύλλογος όπως είμαστε στη Δράμα, στη Βέροια, χάσεις κερδίσεις δεν τρέχει κάτι. Εδώ έχουμε θέμα. Εδώ θα έρθουν να μας σπάσουν τα αυτοκίνητα. Ακραίες καταστάσεις.
Θέλεις να βάλεις λίγο τον κόσμο σε αυτό το περίφημο «κόκκινο» δωμάτιο πριν από τα μεγάλα ματς;
Ο καθένας είχε τα τραγούδια του. Ακόμα και τώρα που καπνίζω μετά από τόσα χρόνια, εκείνο το γ@@@@νο το δωμάτιο ήταν δωμάτιο αντοχής. Αντοχής στην κάπνα. Καπνίζαμε όλοι.
Αν εξαιρέσεις Τζιοβάνι, Καρεμπέ, τους ξένους γενικά, ο Ζέτερμπεργκ έβαζε καπνό στο στόμα. Όλοι οι άλλοι καπνίζαμε. Όλοι. Όχι κάπνισμα. Μιλάμε τέσσερα πακέτα το Σαββατοκύριακο. Δύο πακέτα το Σάββατο το βράδυ στο ξενοδοχείο και δύο πριν από τον αγώνα. Δεν υπήρχε αυτό.
Μπορώ να καταθέσω μετά από μεγάλα ματς και μεγάλες νίκες, ήξερα πού θα βρω εσένα και τον Γκόγκα που πηγαίνατε πίσω από το πούλμαν και κάνατε ένα τσιγάρο.
Και το κάναμε γιατί σεβόμασταν και τον κόσμο. Τα μικρά παιδιά. Μας λένε ότι “είσαι πρότυπο”. Όχι. Πρότυπο είμαι μέσα στο γήπεδο. Το τι κάνω στη ζωή μου έξω από αυτό, δεν θέλω να με έχεις πρότυπο. Εμένα μου αρέσει να καπνίζω. Σε άλλους αρέσει κάτι άλλο. Δεν μπορεί να με δείχνεις με το δάχτυλο.
Ο Γιαννακόπουλος και ο Αμανατίδης δεν κάπνιζαν. Ούτε ο Πασσαλής, ο Κωστούλας. Αλλά ήταν όλοι παθητικοί καπνιστές… Χειρότερο! Αυτό μου έλεγαν. Από το ντουμάνι δεν έβλεπες την τύφλα σου.
Με τόση προπόνηση, δεν σας επηρέαζε το τσιγάρο;
Εμένα δεν μ’ επηρέαζε. Τον Γκόγκα το ίδιο. Είδες ποτέ αυτόν τον άνθρωπο να τον έχει επηρεάσει; Ή τον Τζόλε; Έρχονταν οι προπονητές και μας ζητούσαν τσιγάρα. Στο ημίχρονο στο ΟΑΚΑ, στην εσωτερική πισίνα πηγαίναμε και κάναμε τσιγάρο και μετά μας μιλούσε ο προπονητής.
Λέγαμε πέντε λεπτά δικά μας και μετά πες ό,τι θες. Δεν κόντραρε κανένας προπονητής σε αυτό. Γιατί δεν προσβάλλαμε. Το κάναμε διακριτικά.
Ο καθένας είχε τα δικά του. Ο Καραταΐδης είχε την τρέλα, ήταν αγχωτικός. Είχε άγχος. Ερχόταν στα αποδυτήρια, καθόταν δίπλα μου. Εγώ δεν ήμουν τέτοιος τύπος. Ήμουν πιο κουλ. Έλεγα τα αστεία να σπάσει ο πάγος. Ήμουν ο πρώτος που έλεγε καλαμπούρια, αλλά ήθελε να το ακούσει.
Με ρωτούσε: “θα βάλεις γκολ σήμερα;”. Του έλεγα: “Έλα ρε Κούλη, ξεκόλλα. Πλάκα μου κάνεις; Πόσα θέλεις;”. “Ένα θα το βάλεις;” μου έλεγε. “Τι ένα ρε Κούλη; Για ένα γκολ ήρθαμε εδώ πέρα; Τότε στο ματς με την ΑΕΚ το 4-3. Παίζουμε -του λέω- ολόκληρη τη χρονιά σε έναν αγώνα και ήρθαμε εδώ για ένα γκολ; Πάμε τώρα του λέω” και σηκωνόμαστε όλοι πάνω.
Στο δωμάτιο, τι θα αντίκριζε κάποιος, πέρα από τον καπνό;
Στους 18 που πηγαίναμε οι 12 ήταν στάνταρ, αλλά όλοι θα πέρναγαν από αυτό το δωμάτιο. Οι Έλληνες ήταν οι σίγουροι. Τους ξένους τους φωνάζαμε. Εγώ μπορούσα να πάω και στο δωμάτιό σου γιατί καπνίζαμε όλοι. Τώρα να πάω στο δωμάτιο του Τζιοβάνι που δεν κάπνιζε το παιδί, να κάνω τι; Να τον καταστρέψω; Οπότε ερχόταν αυτός σε εμάς. Τον καλούσαμε.
Στου Κούλη, στο δικό μου μαζευόμασταν. Όποιο ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Από τους παίκτες που έχεις παίξει μαζί στον Ολυμπιακό, έχεις πει ότι συνολικά καλύτερος ήταν ο Τζόρτζεβιτς.
Εμένα με βοήθησε πάρα πολύ. Τώρα πια μετά από τόσα χρόνια, ο Καραπιάλης ήταν ο παίκτης που γούσταρα πιο πολύ. Και ως άνθρωπο. Είχαμε μια κουβέντα λόγω αντιπαλότητας Βέροια-Λάρισα τότε. Όταν όμως πήγα στον Ολυμπιακό ήταν για μένα αυτό που έκανα εγώ στους άλλους μετά.
Μου το έκανε ο Βασίλης. Δεν μου το έκανε ο Τσαλουχίδης που ήμασταν συμπαίκτες στη Βέροια. Άλλο στυλ. Ο Βασίλης με έκανε να αισθανθώ ότι δεν είμαι μόνος. Κι επειδή τότε εγώ βομβαρδιζόμουν ως μια μεγάλη μεταγραφή, όλοι περίμεναν να κάνω παπάδες. Αλλά παίκτης σαν τον Βασίλη δεν υπήρχε. Είχε πάντα λίπος 14, αλλά τι να το κάνεις. Έμπαινε μέσα και έκανε όργια.
Τον Βασίλη τον θαύμαζα από τότε που ήταν στη Λάρισα. Όταν ήμουν στη Βέροια και είχαν έρθει με τη Λάρισα τότε που πήραν το πρωτάθλημα, ήταν η μοναδική ομάδα που μας κέρδισε. Και ο Ολυμπιακός είχε χάσει με δικό μου γκολ. Ο Παναθηναϊκός έχασε, η ΑΕΚ έχασε, ο ΠΑΟΚ έχασε πάλι με δικό μου γκολ. Ο Άρης έχασε, ο Ηρακλής με Χατζηπαναγή έχασε μέσα – έξω.
Η Λάρισα μας έριξε πέντε. Διαστημική. Με Άνταμτσικ, Κμίετσικ, Βαλαώρα, Καραπιάλη, Γκαλίτσιο, Μητσιμπόνα – τον συγχωρεμένο.
Όταν ήμασταν μαζί με τον Βασίλη τα βρίσκαμε και κάναμε και παρέα και εκτός γηπέδων. Πολλές φορές τσιμπιόμουν κι εγώ και έλεγα ρε με τον Καραπιάλη μαζί. Υπήρχε σεβασμός μεταξύ μας.
Υπήρχε άλλο παιδί που με το που πήγες στην ομάδα σε έκανε να νιώσεις οικεία;
Ο Καραταΐδης, δεν το συζητώ. Τα παιδιά τα ήξερα και από την Εθνική. Ήταν η διετία που έλεγαν οι Πόντιοι, μετά άλλαξε σε μεγάλο βαθμό η ομάδα. Έφυγαν τα παιδιά, ήρθαν νέοι, μετά ο Τοχούρογλου, ο Κακλαμάνος κάναμε παρέα.
Ο ψηλός ήθελε να τα παρατήσει, να πάει στη Ρόδο. Και του έλεγα είσαι σοβαρός ρε; Κάτσε εδώ, θα παίξεις. Κάτσε δούλεψε. Και είδες μετά έφυγε, πήγε Βέλγιο, έκανε καριέρα. Ήθελε να τα παρατήσει.
Υπήρχε κανένα ευτράπελο σ’ αυτό το δωμάτιο;
Πλάκα κάναμε όλοι. Υπήρχαν κάποιοι που τους βλέπαμε πιο προβληματισμένους, αλλά όλοι κάναμε πλάκα. Βρίσκαμε τα κουμπιά, αυτό το κλικ που ήθελε για να τον ανεβάσει. Άλλος μπορεί να ήθελε να χρησιμοποιήσεις την οικογένειά του, ότι θα έρθει σήμερα να σε δει.
Να τους κάνεις περήφανους. Θα πας στο χωριό και θα γίνει χαμός. Θα πας στην Πάτρα Γρηγόρη και θα γίνει χαμός. Τέτοια πράγματα.
Κάποιου είδους τελετουργικό μήπως;
Αναλόγως της κατάστασης και της σημασίας του αγώνα. Σ’ ένα ματς που παίξαμε με τον Άρη τελευταία αγωνιστική, τότε που είχαμε κερδίσει στην ΑΕΚ, έπαιζε ΑΕΚ-ΠΑΟΚ, εμείς μέσα στον Άρη. Ο θάνατός σου η ζωή μου. Ούτε “Χ”. Μόνο νίκη. Ήταν προπονητής τότε ο Τάκης Λεμονής. Του λέμε “Τάκη, σήμερα δεν μιλάμε μαζί. Εσύ θα πεις τους 11 που έχεις επιλέξει και τα υπόλοιπα άστα σε εμάς”.
Εμείς προσπαθούσαμε να ανεβάσουμε το κάθε παιδί. Γιατί κάθε ένας δεν ήταν ίδιος. Άλλος ήθελε γλυκά λόγια, άλλος ήθελε και τις σφαλιάρες του να φάει. Άλλος ήθελε ταρακούνημα. Άλλος ήθελε να τον τρομάξεις, του στιλ έχω μάθει ότι αν δεν είσαι καλός θα σε διώξουν. Θες να φύγεις; Δεν περνάς καλά; Δεν είμαστε ωραία οικογένεια; Ο καθένας είχε το δικό του. Δεν ήταν όλοι το ίδιο.
Αλλά η ουσία ήταν ότι δεν χαραμίζαμε τον ιδρώτα μας για μαλακίες. Πράγμα που μπορούσαμε να το κάνουμε σήμερα, θα το τελειώναμε σήμερα. Σήμερα αν θέλουν να έρθουν εδώ να τους κόψουμε τα λαρύγγια, θα τους τα κόψουμε σήμερα.
Μας έβριζαν μέσα στην Τούμπα κι εμείς χαιρόμασταν. ‘Ημαστε στο ξενοδοχείο, αυτοί έρχονταν 1.500 άτομα και βαρούσαν με ταμπούρλα μέχρι το πρωί. Έλα που δεν ήξεραν ότι εμείς δεν κοιμόμασταν τα βράδια. Δεν ήμασταν τύποι του 12:00.
Νόμιζες ότι βάραγες τα κλαπατσίμπαλα κι εγώ δεν θα παίξω καλά αύριο. Βγαίνω στο μπαλκόνι και λέω: παιδιά σας παρακαλώ πολύ, δεν κάνετε τίποτα με αυτό. Ο πιο νορμάλ από εμείς θα κοιμηθεί στις 5:00. Θέλετε να καθίσετε να μας κάνετε παρεΐτσα με τραγούδια; Αλλιώς πάτε στα σπίτια σας. Δεν μας πειράζει αυτό που κάνετε…