Πάμε πίσω σε μία εποχή όπου το ποδόσφαιρο της χώρας μας διέθετε σπουδαίο έμψυχο υλικό, χωρίς τις ανέσεις και την υποδομή που προσφέρει σήμερα ο σύγχρονος επαγγελματικός αθλητισμός. Η εθνική ομάδα διεκδικούσε την πρόσκληση της στο παγκόσμιο κύπελλο που θα γινόταν το Ιούνιο του 1970 στα γήπεδα του Μεξικού. Όμως, η τελική επιβράβευση δεν ήρθε ποτέ και το ματς με τη Ρουμανία θα μείνει ως πικρή ανάμνηση για την επική προσπάθεια των Ελλήνων παικτών να γράψουν το όνομα τους με χρυσά γράμματα στην Βίβλο του ποδοσφαίρου ως οι πρώτοι που πήγαν στο ομορφότερο, συναρπαστικότερο και θεαματικότερο Μουντιάλ που έγινε στο υψόμετρο του Μεξικού.
To ΒΝ Sports θυμάται με νοσταλγία σήμερα (16/11) το ματς με τη Ρουμανία που σηματοδότησε, εκτός από τον άδοξο αποκλεισμό, και μία νέα εποχή για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Η Ελλάδα του Νταν Γεωργιάδη και μετέπειτα του Λάκη Πετρόπουλου συμμετείχε στον 1ο όμιλο, με αντιπάλους την ανερχόμενη Ρουμανία, την Πορτογαλία του Εουσέμπιο που είχε καταπλήξει στο Μουντιάλ ’66 και την πάντα υπολογίσιμη Ελβετία. Το έργο της δεν ήταν εύκολο, καθώς μόνο μία ομάδα θα έπαιρνε το εισιτήριο για το Μεξικό. Η άνοδος της εθνικής ομάδας είχε συντελεστεί από τα προκριματικά του Κυπέλλου Εθνών του 1968, όταν κατάφερε να τερματίσει δεύτερη, ξεπερνώντας την Αυστρία και τη Φινλανδία, όχι όμως και την Σοβιετική Ένωση που φάνταζε ανυπέρβλητο εμπόδιο. Πως όμως φτάσαμε μισό βήμα από την πρόκριση στο Μουντιάλ του 1970.
Η εθνική ομάδα ευτύχησε, την τετραετία 1966-1970, να διαθέτει στις τάξεις το πληρέστερο, από πλευράς τεχνικών προσόντων, ποδοσφαιρικό οπλοστάσιο, με παίκτες διψασμένους για διακρίσεις και επιτυχίες, που όμως δεν είχαν την δυνατότητα συνεχούς τριβής με τις μεγάλες δυνάμεις Ευρώπης, υστερώντας σε εμπειρία και διεθνείς ποδοσφαιρικές παραστάσεις. Ήμασταν μία περιφερειακή δύναμη, μετρίων δυνατοτήτων στηριγμένη πάνω σε ερασιτεχνικές βάσεις, που στέναζε, γεωγραφικά, στα περιορισμένα βαλκανικά όρια.
Ο δρόμος για το Μεξικό ξεκίνησε με ήττα από την Ελβετία στη Βασιλεία, με τον Κώστα Καραπατή στην άκρη του πάγκου, για πρώτη και τελευταία φορά. Η απόλυση του έγινε ουσιαστικά κατά την επιστροφή όταν απαίτησε να κατέβει από το πούλμαν η σύζυγος του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου, Δέσποινα, επειδή μαζί με φίλες της κάπνιζαν! Με συνοπτικές διαδικασίες απομακρύνθηκε!
Στο δεύτερο ματς, γράφτηκε ένας από τους μεγαλύτερους θριάμβους στην ιστορία της εθνικής ομάδας. Η νίκη επί των πανίσχυρων Πορτογάλων με 4-2, στο κατάμεστο Στάδιο Καραϊσκάκη, έδειξε πως μπορούσαμε να κάνουμε την υπέρβαση, με τους Ευρωπαίους να ξαφνιάζονται στο άκουσμα του σκορ, ανακαλύπτοντας σε αυτή τη μικρή γωνιά της ηπείρου μας παίκτες με περίσσιο ταλέντο.
Προπονητής είχε αναλάβει ο Νταν Γεωργιάδης, άνθρωπος με εκκεντρική συμπεριφορά, άτεγκτος σε θέματα πειθαρχίας που κόστισαν στη συνέχεια όταν το επεισόδιο με τον Μίμη Δομάζο, που δεν φορούσε μπλούζα στο πρωινό και η τιμωρία του «στρατηγού» από τον πανίσχυρο ΓΓΑ της χούντας, Κωνσταντίνο Ασλανίδη, ίσως μας στέρησαν τη νίκη στο ματς με τη Ρουμανία στον Πειραιά!
Η απουσία του φυσικού ηγέτη της ομάδας λειτούργησε αρνητικά στο δημιουργικό κομμάτι, με αποτέλεσμα να χάσουμε έναν υπερπολύτιμο βαθμό μένοντας στο 2-2.
Μετά ήρθε νέα ισοπαλία με τους Πορτογάλους στο βροχερό Πόρτο, που έμοιαζε με ήττα, αφού δέκα λεπτά πριν τη λήξη προηγούμασταν με 2-0. Το τελικό 2-2 με αντίπαλο μία ομάδα που βίωνε μία βαθιά ποδοσφαιρική κρίση, τον κόσμο να την έχει εγκαταλείψει (κόπηκαν μόλις 6.221 εισιτήρια) θεωρήθηκε αποτυχία και ήταν φανερή η έλλειψη πείρας.
Είχαμε μπει πια στην τελική ευθεία. Την ομάδα αναλαμβάνει ο αείμνηστος Λάκης Πετρόπουλος για τα δύο τελευταία ματς με την Ελβετία στη Θεσσαλονίκη και τη Ρουμανία στο Βουκουρέστι. Με δύο νίκες θα σφραγίζαμε το εισιτήριο για το Μουντιάλ. Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 1969.
Στο Καυτατζόγλειο δεν έπεφτε καρφίτσα, καθώς περισσότεροι από 45.000 θεατές κατέκλυσαν κάθε σπιθαμή του σταδίου και πολύς κόσμος μπροστά στις ελαχιστες τηλεοράσεις που υπήρχαν και παρακολούθησαν για πρώτη φορά την Ελλάδα να καθηλώνει τον αντίπαλο της σε έναν αγώνα σπουδαίας σημασίας.Το θριαμβευτικό τελικό σκορ (4-1) έδειχνε τον δρόμο για το Μεξικό.
Την Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 1969, στάδιο «23ης Αυγούστου», στις 2.30 το μεσημέρι, με τον ουρανό συννεφιασμένο που δεν πτόησε όμως 65.000 θεατές, όπου ανάμεσα τους υπήρχαν και 15.000 Έλληνες, να γεμίσουν από νωρίς τις εξέδρες.
Χαρακτηριστικό είναι πως εκτός από τις ιαχές του πλήθους, ακούγονταν πολεμικές σειρήνες από τα γειτονικά εργοστάσια του Βουκουρεστίου, κάτι πρωτόγνωρο, ασυνήθιστο και ..ανατριχιαστικό για τους Έλληνες που βρίσκονταν σε έναν αθλητικό χώρο και όχι στο πεδίο της μάχης η στα καταφύγια ως ελεύθεροι πολιορκημένοι. Στην Ελλάδα το ματς μεταδίδεται ζωντανό. Οι φίλαθλοι σχηματίζουν ουρές και τεράστια πηγαδάκια έξω από τα καταστήματα ηλεκτρικών ειδών, σε πλατείες και ανοικτούς χώρους που είχαν συντονισμένους τους δέκτες σε ειδικά διαμορφωμένα κιόσκια στο κανάλι 11 του ΕΙΡ που μετέδιδε σε περιγραφή του Γιάννη Διακογιάννη τον τελικό του ομίλου.
Η ομάδα και ο Πετρόπουλος ταξίδεψαν στο Βουκουρέστι με συγκρατημένη αισιοδοξία. Το σχέδιο που είχε καταστρώσει ο Έλληνας τεχνικός ήταν το πάγωμα του παιχνιδιού στο χώρο του κέντρου, με ιδιαίτερη προσοχή στην άμυνα και οι ξαφνικές αντεπιθέσεις από τα πλάγια . Η αποστολή είχε καταλύσει στο πολυτελές ξενοδοχείο «Αμπασαντέρ» ένα παλιό και επιβλητικό κτίριο, που δέσποζε στην πόλη. Στο σαλόνι του ξενοδοχείου, όπου ένας εκ των διευθυντών ήταν Έλληνας, προβάλλονται τηλεοπτικά οι δηλώσεις του Ρουμάνου τεχνικού Άντζελ Νικουλέσκου που προς στιγμήν ξάφνιασαν τον Λάκη Πετρόπουλο και τους διεθνείς… «Το ματς θα κριθεί από την άμυνα των Ρουμάνων και την επίθεση των Ελλήνων». Ήταν μπλόφα η πραγματικότητα τα λόγια του Ρουμάνου κόουτς;
Η Ρουμανία διέθετε τότε την κορυφαία φουρνιά που είχε βγάλει ποτέ στην ιστορία της, μέχρι την επόμενη μεγάλη των 80s του Γκεόργκι Χάτζι . Πληθώρα εξαιρετικών παικτών (Ντουμιτράκε, Ντομπρίν, Ντίνου, Μποκ, Σατμαρεάνου, Ραντουκάνου, Ντανκόε, Ντεμπρόφσκι και ο αρχηγος και μετέπειτα σπουδαιος προπονητης Μιρσέα Λουτσέσκου)! Ομάδα με υψηλή τεχνική κατάρτιση, ωριμότητα στο παιχνίδι τους και ρεαλισμό, πιστή στις εφαρμογές του 4-3-3, ένα σύστημα που χρησιμοποιούσαν σε μόνιμη βάση οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ εκείνη την εποχή, αποτελούσαν ένα σύνολο ιδιαίτερα δυσκολοκατάβλητο!
Η αποστολή των διεθνών μας ήταν δύσκολη, όμως στο τερέν τα λόγια του Νικουλέσκου στην ρουμανική τηλεόραση έβγαιναν αληθινά. Ο Πετρόπουλος χρησιμοποίησε τους παίκτες που έφτασαν την ομάδα 90 λεπτά πριν το θαύμα. Ο Οικονομόπουλος υπερασπιζόταν την ελληνική εστία. Την άμυνα συνέθεταν οι Δημητρίου, Καμάρας, Σπυρίδων και Γκαϊτατζής. Στα χαφ ήταν οι Χάϊτας, Κούδας και Δομάζος, με τον Ελευθεράκη να πλαγιοκοπεί ανοίγοντας χώρους στους Σιδέρη και Παπαϊωάννου που ήταν οι αιχμές στην επίθεση. Οι Ρουμάνοι πήγαιναν στο Μεξικό ακόμη και με ισοπαλία και έτσι ξεκίνησαν με το μυαλό τους να κρατήσουν απαραβίαστη την εστία του Ραντουκάνου, ανακόπτοντας τις ελληνικές επιθέσεις που από την αρχή του αγώνα, με ιθύνων νου τον Μίμη Δομάζο, είχαν γίνει απειλητικές. Μέχρι το 37ο λεπτό, όπου ο… ώμος του Ντεμπρόφσκι και η ολιγωρία της άμυνας μας, έδωσαν το προβάδισμα στη Ρουμανία, οι Έλληνες διεθνείς βρίσκονταν συνεχώς στην αντίπαλη περιοχή, χάνοντας τουλάχιστον πέντε ευκαιρίες για γκολ, με μοιραίο παίκτη τον Μίμη Παπαϊωάννου.
Στην επανάληψη, οι διεθνείς μας τα έπαιξαν όλα για όλα. Πριν συμπληρωθεί το πρώτο πεντάλεπτο, ο Δομάζος κερδίζει μία χαμένη μπαλιά στο κέντρο, ενω είχε προηγηθεί συνδυασμός μεταξύ Μποτίνου-Χάϊτα, και προσποιούμενος πως θα πασάρει στον Σιδέρη εξαπολύει έναν «κεραυνό» έξω από την περιοχή, στέλνοντας την μπάλα συστημένη στο παραθυράκι του Ραντουκάνου, ο οποίος δήλωσε αργότερα πως «τα πόδια αυτού του ανθρώπου είναι από χρυσάφι». Η Ελλάδα ισοφαρίζει (1-1). Ακολουθούν 40 δραματικά λεπτά. Οι Έλληνες παλεύουν σαν… λιοντάρια, όμως έλειπε το καθαρό μυαλό στην τελική προσπάθεια. Ένα λεπτό μετά το γκολ του Δομάζου, ο Σιδέρης χάνει σπάνια ευκαιρία. Στον κύκλο των χαμένων… ευκαιριών προστίθενται οι προσπάθειες των Παπαϊωάννου, Χάϊτα, και των δύο αλλαγών, Μποτίνου και Δέδε που μπήκαν για να ενισχύσουν την επίθεση της ομάδας.
Όσο περνούσαν τα λεπτά, τα πόδια των παικτών βάρυναν από το άγχος , η αγωνιστικότητα τους ξεθύμανε και όσο βαδίζαμε στο φινάλε, άρχισε, σταδιακά, η οπισθοχώρηση. Οι Ρουμάνοι αναθάρρησαν, χάνοντας μερικές ευκαιρίες που σταμάτησαν στα χέρια του Τάκη Οικονομόπουλου, όμως τέσσερα λεπτά πριν τη λήξη, ο Παπαϊωάννου τροφοδοτεί τον Δέδε που σπαταλάει μία μοναδική στιγμή για γκολ. Παρά την επιμονή των Ελλήνων παικτών, που βγήκαν μαζικά στην επίθεση, οι Ρουμάνοι εφαρμόζοντας το παιχνίδι των… καθυστερήσεων και με συμπαγή αμυντική διάταξη κράτησαν την πολύτιμη ισοπαλία που τους έστειλε στο Μεξικό.
Η Ελλάδα δεν πήγε στα τελικά, ενώ έφτασε πάρα πολύ κοντά. Όμως, οι Έλληνες διεθνείς κέρδισαν τον θαυμασμό όλων στην πατρίδα, για την τιτάνια προσπάθεια τους. Και μέχρι να έρθει ο Αλκέτας Παναγούλιας και να οδηγήσει την Εθνική ομάδα δύο φορές στην τελική φάση των μεγαλύτερων διοργανώσεων σε επίπεδο εθνικών ομάδων εκείνη η φουρνιά θα μείνει με το κρίμα που δεν τα κατάφερε!