Περιορισμούς στην αύξηση των δαπανών για το 2024 ζητά η Κομισιόν
Τον περιορισμό της αύξησης των δαπανών στο 2,6% για το 2024 ζητά η Κομισιόν, με στόχο να παραμείνουν σε σταθερή πορεία βελτίωσης το πρωτογενές ισοζύγιο και το χρέος.
Στην έκθεσή της για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις η Κομισιόν θεωρεί ότι οι προβλέψεις του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης για το 2023, για το οποίο υπάρχει πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης 2,3%, είναι ρεαλιστικές, αλλά για το 2024, όπου προβλέπεται ανάπτυξη 3%, θεωρεί ότι η πρόβλεψη είναι μάλλον αισιόδοξη, αφού η Επιτροπή εκτιμά πως του χρόνου η ανάπτυξη θα μειωθεί στο 1,9%. Για να διατηρηθεί η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών ζητά μια αύξηση του κυκλικά προσαρμοσμένου πρωτογενούς πλεονάσματος κατά 0,3% του ΑΕΠ για το 2024. Για να επιτευχθεί αυτό, τονίζεται, ότι η αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών δεν θα πρέπει να ξεπεράσει για τον επόμενο χρόνο το 2,6%.
Βεβαίως, το θέμα αυτό θα αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, με τη νέα Κυβέρνηση, η οποία θα προκύψει από τις εκλογές της 25 Ιουνίου. Αν η ελληνική πλευρά καταφέρει να πείσει για τις υψηλότερες αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας, η θέση της Κομισιόν θα αλλάξει τόσο σε ό,τι αφορά το ισοζύγιο του προϋπολογισμού όσο και το δημόσιο χρέος το οποίο σε κάθε περίπτωση η Επιτροπή παραδέχεται ότι παραμένει βιώσιμο.
Σε ό,τι αφορά το δημόσιο, η ίδια έκθεση διαπιστώνει ότι καταβάλλονται προσπάθειες για την ψηφιοποίηση της λειτουργίας του με τη χρήση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η έκθεση παραδέχεται ότι η Ελλάδα συνέχισε να λαμβάνει μέτρα για τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, αλλά οι συνολικές επιδόσεις της παραμένουν χαμηλές. Υστερα από μια σημαντική προσαρμογή μετά το 2010, το μέγεθος και το κόστος της δημόσιας διοίκησης ευθυγραμμίστηκαν σε γενικές γραμμές με τον μέσο όρο της ΕΕ. Το μισθολογικό κονδύλι της Ελλάδας παρέμεινε σταθερό το 2022 στο 10,8% του ΑΕΠ, ελαφρώς πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (10,2% του ΑΕΠ). Τονίζεται ότι για το επόμενο διάστημα θα πρέπει να μείνει σταθερό το μισθολογικό κονδύλι για το δημόσιο, να συνεχίσει να τηρείται ο λόγος της μιας πρόσληψης για κάθε μια αποχώρηση, αλλά και η οροφή στον αριθμό των συμβασιούχων.
Μακροοικονομικές ανισορροπίες
Στο θέμα των μακροοικονομικών ανισορροπιών η Ελλάδα εντοπίζεται ως η μια από τις χώρες με τις μεγαλύτερες αποκλίσεις από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε ό,τι αφορά το χρέος, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών και το ποσοστό ανεργίας. Τονίζεται ωστόσο ότι με τα μέτρα που έχουν ληφθεί τα τελευταία χρόνια το πρόβλημα έχει περιοριστεί.
Συγκεκριμένα η Επιτροπή καταλήγει στο ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες. Ειδικότερα, οι ευπάθειες που σχετίζονται με το υψηλό δημόσιο χρέος και το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων στο πλαίσιο της υψηλής ανεργίας έχουν υποχωρήσει, αλλά η εξωτερική της θέση έχει επιδεινωθεί. Μια βασική ανησυχία είναι ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε σημαντικά το 2022 φτάνοντας το 9,7% του ΑΕΠ, παρά την ανάκαμψη των εσόδων από τον τουρισμό.
Παρά τη μείωση που προβλέπεται για φέτος και το επόμενο έτος, το εξωτερικό έλλειμμα πρόκειται να παραμείνει πολύ πάνω από το επίπεδο που απαιτείται για να διασφαλιστεί η διαρκής βελτίωση της καθαρής διεθνούς επενδυτικής θέσης της χώρας. Παράλληλα ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ παραμένει ο υψηλότερος εκτός της ΕΕ. Σημειώνεται ότι το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε σημαντικά το 2022, χάρη στην ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, και αναμένεται να υποχωρήσει περαιτέρω το 2023 και το 2024.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια κατέγραψαν απότομη πτώση πέρυσι, μετά από μεγάλες μειώσεις τα προηγούμενα χρόνια. Ωστόσο, παραμένουν υψηλά και συνεχίζουν να επιβαρύνουν την κερδοφορία και τη δανειοδοτική ικανότητα των τραπεζών, γεγονός που με τη σειρά του επηρεάζει την εμβάθυνση του κεφαλαίου και την αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας.
Τονίζεται τέλος ότι οι πολιτικές οι οποίες δρομολογήθηκαν συνέβαλαν στην άρση των ανισορροπιών και η εφαρμογή του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αντιπροσωπεύει μια σημαντική ευκαιρία για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών που απομένουν. Απαιτούνται ακόμη περισσότερες προσπάθειες, ιδίως για να διασφαλιστεί ότι τα εξωτερικά υπόλοιπα θα τεθούν σε σταθερά βελτιωμένη πορεία και ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα μειωθούν περαιτέρω, μεταξύ άλλων μέσω της αύξησης της αποτελεσματικότητας της επιβολής του χρέους και της βελτίωσης της δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων.