Ο χορός «τας» όπως τον είδα απ’ τους παλιούς…
Σε όσες πηγές ανέτρεξα στο διαδίκτυο αναφέρουν ότι ο χορός «τας» είναι «παρμένος από τους Ρώσους γείτονες των Ποντίων που κατείχαν την ανατολική περιοχή της Τουρκίας μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο».
Οι αναφορές αυτές πάντως τίθενται υπό αίρεση δεδομένου ότι συγχέουν τον χορό «τας» με την καζάσκα!!!
Δεν είναι διόλου αφύσικο – μάλλον το αντίθετο – να υπάρχουν επιρροές (που υπάρχουν) στα πολιτιστικά χαρακτηριστικά των ποντίων του Καρς από τη συνύπαρξή και τη συμβίωση, ως πολίτες της μεγάλης Ρωσικής αυτοκρατορίας.
Όμως και μόνο το άκουσμα των δύο μουσικών θεμάτων καθιστά απολύτως σαφές και αναγνωρίσιμο ότι πρόκειται για δύο διαφορετικούς χορούς οι οποίοι έχουν κάποιες γενικές ομοιότητες. Πολύ γενικές όμως.
Η καζάκα εμφανίστηκε ως αντικριστός χορός ως πολιτιστικό «δάνειο» από τους Ρώσους οι οποίοι όμως τον χορεύουν εντελώς διαφορετικά.
Το «τας» είναι ένας άλλος χορός, αποκλειστικά αντικριστός. Η μουσική δεν έχει καμιά σχέση με την καζάσκα. Είναι πολύ πιο μελωδική και νοσταλγική, με πολύ πιο εμφανή μουσικά συναισθήματα. Ταυτόχρονα ακολουθεί ένα ιδιαίτερο «τελετουργικό», καθώς στην αρχή ο ρυθμός είναι πιο αργός και στη συνέχεια γίνεται πιο έντονος σταδιακά για να φτάσει στην κορύφωσή του.
Είναι μια χορευτική παράσταση που αναδεικνύει στην σταδιακή ένταση των συναισθημάτων.
Θεωρείται ο κατ’ εξοχήν «ερωτικός» χορός του Πόντου, ένα ερωτικό κάλεσμα που εκφράζεται με χορευτικό ήθος, σεβασμό και μεράκι.
Συνομιλώντας με «παλιούς» άκουσα διάφορες απόψεις οι οποίες συνέκλιναν σε συγκεκριμένο πλαίσιο.
Κάποιος μου είχε πει ότι το «τας» είναι το «ζεϊμπέκικο» των Ποντίων. Είναι ο χορός που απελευθερώνει συναισθήματα, μεράκια, λεβεντιά, αρρενωπότητα. Όχι όμως με τη μοναχικότητα του ζεμπέκικου, αλλά με την συνύπαρξη του θηλυκού, σε απόλυτα διακριτούς ρόλους, έτσι ώστε να υπογραμμίζει τη λεβεντιά από την μία πλευρά και τη χάρη από την άλλη.
Η αλήθεια είναι ότι οι χοροί, όπως και όλα τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά του Καρς, αντιμετωπίζονται σαν μια ξεχωριστή (ιδιαίτερη θα έλεγα) ενότητα.
Το «τας» δεν «διδάσκεται» στους Ποντιακούς συλλόγους, αφού δεν θεωρείται χορός με τον τυπικό βηματισμό που έχουν οι γνωστοί παραδοσιακοί χοροί, και επαφίεται στην αυτοδιδασκαλία και στην ….έμπνευση του κάθε χορευτή. Γι’ αυτό κατάντησε (συνειδητά επιλέγω το ρήμα «κατάντησε») να χορεύεται σαν τσιφτετελάδικο.
Με λικνίσματα (στα οποία όχι σπάνια επιδίδονται και οι ….άνδρες) και άλλες παρεμφερείς χορευτικές φιγούρες που παραπέμπουν σε «σκυλάδικα τσιφτετέλια».
Είχα την τύχη (και το θεωρώ μεγάλη τύχη) να παρακολουθήσω γλέντια παλιών Καρσλίδων. Το σεβασμό και το ήθος στη χορευτική έκφραση, στην τελετουργική σημειολογία του κάθε χορού.
Καταγράφω αυτά που είδα, αυτά που εισέπραξα και αυτά που μου είπαν πρόσφυγες πρώτης γενιάς.
Ποιο είναι το τελετουργικό του χορού «τας»:
Αρχίζει η μουσική, αργή, νοσταλγική. Οι άνδρες βγαίνουν στο χοροστάσι με αργούς, λικνιστούς βηματισμούς. Τα χέρια είναι υψωμένα, ελαφρά λυγισμένα στους αγκώνες και τις παλάμες ανοιχτές. Σε όλη τη διάρκεια του χορού ο άνδρας ‘απαγορεύεται» να κατεβάσει τα χέρια κάτω από το ύψος της μέσης (Κάτι που επιτρέπεται και συνηθίζεται στην καζάσκα)
Το μέρος αυτό του χορού, το αρχικό είναι μια τελετουργία καθώς σε λίγο ο κάθε χορευτής θα ζευγαρώσει χορευτικά με το χορευτικό του ταίρι.
Αυτό δεν γίνεται τυχαία. Ο κάθε χορευτής, κατευθύνεται σε κάποια από τις κοπέλες – γυναίκες και με χορευτικό τρόπο της απευθύνει κάλεσμα να χορέψει μαζί της.
Το κάνει με λεβεντιά, αρρενωπότητα και σεβασμό. Αν και το κάλεσμα αυτό πολλές φορές μπορεί να έχει και άλλο «νόημα», δεν είναι πάντοτε κάλεσμα «ενδιαφέροντος».
Είναι ανείπωτα συγκινητικό να βλέπεις να χορεύει ο «γιοσμάς» γιος την περήφανη μητέρα του ή την πολυαγαπημένη του αδερφή.
Ο χορευτικό ζευγάρι συγχρονίζεται στον αργό ακόμη ρυθμό της μουσικής.
Σε όλη τη διάρκεια του χορού υπάρχουν κινήσεις «επιβεβλημένες» και «απαγορευτικές».
Η στάση του σώματος του άνδρα είναι λεβέντικη, αγέρωχη, με τα χέρια σε έκταση και τις παλάμες ανοιχτές. Στους αυτοσχεδιασμούς τα χέρια εναλλάσσονται, το ένα σε έκταση και το άλλο σε κλειστή γωνία, αλλά ποτέ δεν κατεβαίνουν κάτω από το ύψος της μέσης.
Η γυναίκα έχει τα χέρια υψωμένα σε γωνία τα οποία, μετακινεί προς τα αριστερά και τα δεξιά, με τον ρυθμό, αλλά τα κινεί ελεύθερα.
Χορεύει στο κέντρο ενός νοητού κύκλου που δημιουργεί και «περιχαρακώνει» με τους βηματισμούς του ο άνδρας.
Ο άνδρας είναι αυτός που καθώς χορεύει περιμετρικά ορίζει το πεδίο της δικής του «περιοχής», της προστασίας μέσα στο οποίο το θηλυκό εκφράζει τη χορευτική του χάρη.
Στην «πίστα» μπορούν να χορεύουν περισσότερα από ένα ζευγάρια, αλλά το κάθε ένα χορεύει αυτόνομα, σχηματίζοντας τον δικό του νοερό χορευτικό κύκλο.
Στους αυτοσχεδιασμούς η γυναίκα μπορεί να κάνει περιστροφές, όχι όμως και ο άνδρας!!! Αυτό απαγορεύεται!!!
Ο άνδρας καθ’ όλη τη διάρκεια του χορού κοιτάζει αποκλειστικά το χορευτικό του ταίρι, δεν το αφήνει από τα μάτια του και με τις κινήσεις του το «καθοδηγεί» χορευτικά. Σε καμιά περίπτωση δεν γυρίζει πλάτη προς τη γυναίκα!!! Περιστρέφεται γύρω της, αλλά ποτέ γύρω από τον εαυτό του!!!
Στην κορύφωση του χορού ο άνδρας μπορεί κάνει βαθιά καθίσματα με ταυτόχρονη περιστροφή γύρω από το ταίρι του, ενώ η γυναίκα κάνει περιστροφές σε ένα ξέφρενο «παιχνίδι ρόλων».
Με την ολοκλήρωση του χορού ο άνδρας ευχαριστεί το χορευτικό του ταίρι με μια ελαφρά υπόκλιση και οφείλει να το συνοδέψει διακριτικά μέχρι τη θέση απ’ όπου την πήρε.
Όπως μου είπαν «παλιοί», στους χορούς του γίνονταν και ήταν χαρμόσυνη κοινωνική έκφραση, το «τας» ήταν ο χορός του φλέρτ από τον οποίο, δεν ήταν λίγες οι φορές, που ξεκίνησαν έρωτες και συνοικέσια.
«Ο άγουρον» καλεί «την κουτσή’ν» (με παχύ «τσ») σε έναν αντικριστό χορό όπου ό ίδιος εκφράζεται με αρρενωπότητα και λεβεντιά και το θηλυκό με χάρη.
Ο χορός «τας» ο οποίος είναι ένας από τους χαρακτηριστικούς χορούς της περιοχής του Καρς, άτυπα δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των «καθολικών» ποντιακών χορών.
Ίσως και γι’ αυτό δεν διδάσκεται σχεδόν καθόλου. Αποτελεί τοπικό «χορευτικό ιδιωματισμό». Πέραν αυτού, σαν αντικριστός, επαφίεται στην αυτοσχεδιαστική έμπνευση του κάθε χορευτή.
Με τα διάβα του καιρού, στα γλέντια χορεύεται κάποιες φορές αυτόνομα από τους άλλους χορούς από «ψαγμένους» χορευτές.
Συχνά ο ρυθμός ακούγεται μέσα σε ένα «ποτ-πουρί» χορευτικών τσιφτετελάδικων και «χορεύεται» – ας πούμε ότι «χορεύεται» – σαν τσιφτετέλι ή καρσιλαμάς ή ρούμπα και σε όχι σπάνιες περιπτώσεις σαν «αρκουδοχορός»…
Από μια αναζήτηση που έκανα, επέλεξα κάποιες μουσικές εκτελέσεις του χορού «τας» που είναι πολύ κοντά στα δικά μου ακούσματα.
Ξεκινάω την παρουσίαση κάποιων εκτελέσεων της μουσικής του τας με τον πατριάρχη της ποντικής λύρας, τον Γώγο. Αυτό είναι και το πιο παραδοσιακό παίξιμο που ανακάλυψα.
Αυτό είναι ένα «τας» από τον Μπάμπη Κεμανετζίδη στο κλαρίνο, από μια εκδήλωση στην Αριδαία το 2017. Είναι από τα πιο παραδοσιακά παιξίματα ου μπόρεσα να βρω.
Εδώ είναι το τας παιγμένο από τον Κώστα Καλπατσινίδη (έπαιζε κλαρίνο στον γάμο της ανιψιάς μου) σε μια εγγραφή του 2008!!!
Κι εδώ είναι ένα τας παιγμένο με δύο κλαρίνα, τον Κώστα Καλπατσινίδη και τον Δημήτρη Σεβαστόπουλο και λύρα τον Χρήστο Τσενεκίδη, σε μια ηχογράφηση από αυτές που έγιναν κατά την πρώιμη εποχή της εμφάνισης του cd.
Είναι εμφανές ότι ο κάθε οργανοπαίχτης βάζει στη μουσική τα δικά του ηχοχρώματα και το προσωπική του άποψη. Με τις όποιες επιρροές που υπάρχουν πλέον από διάφορα ακούσματα.
Αναμφισβήτητα υπάρχουν και άλλες αξιόλογες εκτελέσεις από σημαντικούς μουσικούς. Όπως επίσης υπάρχουν και άλλες «εκτελέσεις» (με τη λέξη μέσα σε εισαγωγικά) οι οποίες εκτελούν κυριολεκτικά τη μουσική, κουμπώνοντας επάνω της γυφτοτσιφτετελέδικα στοιχεία.
Δυστυχώς δεν μπόρεσα να βρω κάποιο βίντεο στο οποίο να χορεύεται σωστά το τας. Ότι βρήκα ήταν τσιφτετελάδικα ξεφαντώματα – ό,τι γίνεται συνήθως δηλαδή – αφού το νόημα του χορού είναι μάλλον άγνωστο στις νεότερες γενιές.
Κλείνω διευκρινίζοντας ότι δεν είμαι λαογράφος, ούτε επιστημονικός μελετητής.
Ό,τι αναφέρω είναι βιώματα, παραστάσεις και ακούσματα όπως τα εισέπραξα παιδί ακόμη σε γλέντια και κοινωνικές εκδηλώσεις περασμένων χρόνων.
Είχα την τύχη (το θεωρώ τύχη) να μαθω τα πρώτα γράμματα με το φως της γκαζόλαμπας (στο χωριό δεν είχαμε ακόμη ηλεκτρικό ρεύμα) και να γνωρίσω ανθρώπους που κουβαλούσαν μέσα τους ατόφιο και ανεπεξέργαστο τον πολιτιστικό θησαυρό του Καρς.
Γιατί, όπως έλεγαν οι παλιοί «εμείς καρσλίδες είμες»!!!
Με σεβασμό και τιμή στη μνήμη όλων εκείνων…
Δ.Καρ.