Μέσα στη φτώχεια ένας στους 4 Έλληνες! 2 στους 10 “σώζονται” από τα επιδόματα
Μέσα στη φτώχεια ζουν ένας στους τέσσερις Έλληνες, στερούμενοι βασικά καταναλωτικά αγαθά, σε μια περίοδο που υποτίθεται ότι η οικονομία βιώνει ένα αναπτυξιακό success story.
Τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής είναι αποκαλυπτικά για την έκταση της φτώχειας στην ελληνική κοινωνία και αν συνυπολογιστεί ότι πάνω από 1,3 εκατ. Έλληνες ζουν με επιδόματα, τότε η εικόνα γίνεται εφιαλτική.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ o πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό\, με βάση τα στοιχεία του 2023, ανέρχεται στο 26,1% του πληθυσμού της Χώρας (2.658.400 άτομα), μένοντας σχεδόν αμετάβλητο σε σχέση με το 2022 που ήταν στο 26,3%.
Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας 17 ετών και κάτω (28,1%), παραμένοντας σταθερός σε σχέση με το 2022.
Το ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας υπολογίζεται σε 9,5% επί του συνόλου του πληθυσμού αυτής της ομάδας ηλικιών, εμφανίζοντας μείωση κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2022. Το ποσοστό για τους άνδρες ανέρχεται σε 8,5% και για τις γυναίκες σε 10,6%.
Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 6.030 ευρώ ετησίως για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 12.663 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών, και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 10.050 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της Χώρας εκτιμήθηκε σε 18.755 ευρώ.
Ως κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ορίζεται το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά, των οποίων το συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα είναι χαμηλότερο του 60% του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος.
Το έτος 2023 (περίοδος αναφοράς εισοδήματος το έτος 2022), το 18,9% του συνολικού πληθυσμού της Χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, σημειώνοντας αύξηση κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Ο δείκτης αυτός ανερχόταν σε 21,4% το 2015 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2014) και έκτοτε παρουσιάζει πτωτική τάση, με εξαίρεση το 2021.
Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 826.639 σε σύνολο 4.304.193 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.929.761 στο σύνολο των 10.202.862 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της Χώρας που διαβιεί σε ιδιωτικά νοικοκυριά.
Επίσης, ο κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (επιδόματα), για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 21,8%, σημειώνοντας μείωση κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2022 (22,4%), ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18-64 ετών και 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 18,6% (18,9% το 2022) και 17,6% (15,8% το 2022), αντίστοιχα.
Ο κίνδυνος φτώχειας, υπολογιζόμενος με κατώφλια διαφορετικά του 60% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος, ανέρχεται σε:
- 6,5%, αν το κατώφλι οριστεί στο 40% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος,
- 11,6%, αν το κατώφλι οριστεί στο 50% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος και,
- 25,1%, αν το κατώφλι οριστεί στο 70% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος, αντίστοιχα.
Η φτώχεια κατά περιφέρεια
Σε έξι (6) Περιφέρειες (Κρήτη, Ήπειρος, Νότιο Αιγαίο, Αττική, Στερεά Ελλάδα και Θεσσαλία) καταγράφονται ποσοστά κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού χαμηλότερα από αυτό του συνόλου της Χώρας, ενώ στις υπόλοιπες επτά (7) Περιφέρειες (Πελοπόννησος, Δυτική Ελλάδα, Δυτική Μακεδονία, Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, Βόρειο Αιγαίο, Κεντρική Μακεδονία και Ιόνια Νησιά) τα αντίστοιχα ποσοστά είναι υψηλότερα.
Σημειώνεται ότι οι πληθυσμιακές ομάδες που κατά τεκμήριο είναι φτωχές, όπως άστεγοι, παράνομοι οικονομικοί μετανάστες, Ρομά που μετακινούνται και αλλάζουν τόπο διαμονής κ.λπ., υποαντιπροσωπεύονται στην έρευνα, που σημαίνει η κατάσταση είναι χειρότερη!
Τέλος, για το έτος 2023, ο κίνδυνος φτώχειας εκτιμάται σε 27,5% για όσους έχουν ολοκληρώσει προσχολική, πρωτοβάθμια και το πρώτο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σε 18,5% για όσους έχουν ολοκληρώσει το δεύτερο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και σε 6,7% για όσους έχουν ολοκληρώσει το πρώτο και το δεύτερο στάδιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.