Τελικά είναι σοφή η λαϊκή ρήση που λέει «μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις». Πέντε μήνες τώρα ο Ερντογάν απειλούσε καθημερινά την Ελλάδα ότι «μπορεί να έρθουμε μία νύχτα ξαφνικά» και τελικά ήρθε στην Τουρκία μία νύχτα ξαφνικά ο Εγκέλαδος και της άλλαξε τα φώτα κυριολεκτικά. Αυτά παθαίνει κανείς όταν έχει καβαλήσει το καλάμι και έχει χάσει κάθε αίσθηση του μέτρου: έρχεται κάποια στιγμή η ίδια η ζωή να του δώσει πικρά μαθήματα και να τον προσγειώσει ανώμαλα στην πραγματικότητα.
Τρεις μέρες μετά από την εκδήλωση των σεισμών στην Τουρκία ο Μητσοτάκης δήλωσε πως «έχω πει πολλές φορές πως οι λαοί της Ελλάδας και της Τουρκίας δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν. Είμαστε φίλοι και αποδεικνύουμε τη φιλία μας αυτές τις δύσκολες στιγμές».
Η εντύπωση που επιχειρεί η κυβέρνηση (και τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ) να καλλιεργήσει στον ελληνικό λαό ότι ξαφνικά οι σχέσεις μας με την Τουρκία θα εξομαλυνθούν και ότι θα πάψει ως δια μαγείας η τουρκική επιθετικότητα δεν είναι μόνο αφελής και ύποπτη, αλλά και άκρως επικίνδυνη. Όσοι έχουν στοιχειώδη κρίση και μνήμη γνωρίζουν ότι η «διπλωματία των σεισμών» δεν θα αποδώσει απολύτως τίποτα στα εθνικά μας θέματα, όπως δεν απέδωσε και το 1999. Η επιθετική στρατηγική της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας δεν πρόκειται να αλλάξει.
Είναι μακροπρόθεσμη, έχει ξεκάθαρη στρατηγική στόχευση, και υιοθετείται από όλα τα πολιτικά κόμματα αυτής της χώρας. Όπως επισημαίνει πολύ σωστά ο καθηγητής της Σχολής Ευελπίδων, Κωνσταντίνος Γρίβας
“η Τουρκία, είτε συνεχίσει να κυβερνάται από τη στρατιωτικοπολιτική κάστα όπως σήμερα, είτε ξανανέβει στο θρόνο κάποιος σουλτάνος, είτε γίνει κομμουνιστική λαϊκή δημοκρατία, είτε ομοσπονδία αναρχικών κοινοβίων, σε κάθε περίπτωση θα συνεχίσει να έχει τις ίδιες γεωπολιτικές ανάγκες, τα ίδια συμφέροντα και την ίδια γεωπολιτική ταυτότητα, που θα τη θέτουν σε σαφή ανταγωνιστική και αντίπαλη διάσταση με την Ελλάδα».
Απλώς με τις τεράστιες καταστροφές που προκλήθηκαν στη γείτονα χώρα από τους σεισμούς έχουμε πάρει μια ανάσα μερικών μηνών από την ασφυκτική τουρκική πίεση που δεχόμασταν τα τελευταία δυόμισι χρόνια – και είναι πολύ πιθανό να υπάρξουν αλλαγές στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας. Δεν πρέπει όμως να τρέφουμε αυταπάτες.
Τα αισθήματα του τουρκικού λαού έναντι της Ελλάδας είναι διαχρονικά ξεκάθαρα εχθρικά, γι’ αυτό και φρόντιζε τόσο καιρό να τα τροφοδοτεί με μίσος ο Ερντογάν για να κερδίζει πόντους δημοσκοπικά. Δεν θα αλλάξουν επειδή η ΕΜΑΚ απεγκλώβισε μερικά άτομα από τις γκρεμισμένες πολυκατοικίες, και είναι αφέλεια να το πιστεύει αυτό κανείς.
Σχετικά με την ανιστόρητη δήλωση Μητσοτάκη πως τάχα οι λαοί της Ελλάδας και της Τουρκίας δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, παραθέτω απόσπασμα άρθρου του κ. Παναγιώτη Λιάκου από την εφημερίδα «Δημοκρατία» το οποίο με βρίσκει απολύτως σύμφωνο:
«Αυτές οι πολυφορεμένες φράσεις εξωραϊσμού μιας κτηνώδους και αδίστακτης πραγματικότητας μπορεί να παραπέμπουν στα ομηρικά “ανεμώλια” (τα λόγια του ανέμου), αλλά έχουν αντίκτυπο στην κοινωνία. Εμποτίζουν μερίδα της κοινής γνώμης με μια μαγική αντίληψη της ζωής. Εκφυλίζουν το επίπεδο του δημόσιου λόγου σε μια προνηπιακή κατάσταση, όπου δύο εμφανώς αντίρροπες και αντίπαλες ιστορικές-εθνικές οντότητες μετατρέπονται με τη θαυματουργό ράβδο ενός φυσικού φαινομένου, του σεισμού εν προκειμένω, σε φίλες και σύμμαχες! Λες και δεν έχουν ξαναγίνει φυσικές καταστροφές και στις δύο χώρες και δεν έχουν ξαναϋπάρξει κάποιες σποραδικές και βραχύβιες εκδηλώσεις αλληλέγγυων αισθημάτων τμημάτων των δύο λαών. Οι λαοί της Ελλάδας και της Τουρκίας έχουν να χωρίσουν τόσα όσα δεν χώρεσαν σε μια χιλιετία συγκρούσεων, συρράξεων και διωγμών, πογκρόμ, γενοκτονιών και ολοκαυτωμάτων.
Εκείνοι που γενοκτόνησαν τους Έλληνες του Πόντου, εξολόθρευσαν τον Μικρασιατικό Ελληνισμό, ξερίζωσαν τους αδελφούς μας από τη Βασιλεύουσα με τις απανωτές αλώσεις της (και οι πιο πρόσφατες να είναι εκείνες του 1955 και του 1964), κατέλαβαν σχεδόν το ήμισυ της επικράτειας της Κύπρου και πέρασαν ανελέητο λεπίδι τους χριστιανούς στην τουρκική ενδοχώρα δεν είναι στρατηγοί, εργοστασιάρχες, πολιτικοί και τραπεζίτες: ο τουρκικός λαός διέπραξε γενοκτονίες και αγριότητες.
Δεν είναι η ελίτ που εποίκησε τις εκατοντάδες αρχαίες ελληνικές και βυζαντινές πόλεις πάνω στις οποίες χτίστηκαν οι σύγχρονες τουρκικές τερατουπόλεις. Ο λαός το έκανε αυτό. Το αδιάκοπο πλιάτσικο στις περιουσίες των Ελλήνων και την κλεπταποδοχή δεν τα έκαναν οι Τούρκοι προύχοντες, αλλά ο λαός. Τον τουρκικό στρατό ο λαός τον στελεχώνει, όχι η όποια οικονομική, πολιτική και επιστημονική “αριστοκρατία” διαθέτουν.
Η ελίτ δίνει τις εντολές και ο λαός εκτελεί. Αυτό που σήμερα αποκαλείται Τουρκία έχει περάσει φάσεις κοσμικές και φάσεις θεοκρατικές. Διάφορες ομάδες έχουν αλλάξει τους συσχετισμούς των δυνάμεών τους στο εσωτερικό. Όμως αυτό που έχει παραμείνει απαράλλαχτο είναι ο επιθετικός, αρπακτικός και ληστρικός προσανατολισμός αυτού του έθνους.
Κι επειδή η μνήμη έχει τόση σημασία όση ολόκληρη η ζωή μας, ο εκάστοτε πρωθυπουργός δεν έχει το δικαίωμα να την εξασθενεί επαναλαμβάνοντας σαν μαγική επωδό ότι με τους Τούρκους δεν μας χωρίζει κάτι. Με τον τουρκικό λαό έχουμε να χωρίσουμε τα πάντα. Ακόμα κι εμείς να το λησμονήσουμε, δεν το ξεχνούν εκείνοι».
Είναι πολύ πιθανό η ελληνική και η τουρκική πολιτική ελίτ να επιχειρήσουν στο προσεχές διάστημα (με τις ευλογίες των ΗΠΑ) να αξιοποιήσουν τους σεισμούς για να προωθήσουν τη συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο, σε βάρος των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων εννοείται. Πριν λίγες μέρες ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του πρωθυπουργού και πρώην πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ, Θάνος Ντόκος, αναφέρθηκε σ’ αυτή την προοπτική, και αυτό κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι. Οι απόψεις του είναι γνωστές. Τον Φεβρουάριο του 2020 σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στην κυπριακή εφημερίδα «Φιλελεύθερος», ο κ. Ντόκος είχε πει πως «εφόσον ανακαλυφθούν σημαντικά κοιτάσματα στο Αιγαίο ή στην Ανατολική Μεσόγειο, εφόσον το κοίτασμα εκτείνεται στις θαλάσσιες ζώνες και των δύο χωρών, εφόσον η ποσότητα, η τιμή και οι τάσεις απομάκρυνσης από τα ορυκτά καύσιμα επιτρέψουν την εμπορική εκμετάλλευση του κοιτάσματος και, τέλος, εφόσον η Ελλάδα αποφασίσει ότι αυτό τη συμφέρει, τότε θα μπορούσε να διαπραγματευθεί μια συμφωνία συνεκμετάλλευσης με ποσοστά που θα καθοριστούν σύμφωνα με τα συμφωνημένα θαλάσσια σύνορα».
Αποκαλύφθηκε έτσι σε όλη τη γύμνια της η εξωφρενική στρατηγική στην οποία βασίζουν την επιχειρηματολογία τους οι δήθεν ρεαλιστές των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Στρατηγική θέση με τέσσερα «εφόσον» σε μία πρόταση, απλούστατα στερείται οποιασδήποτε σοβαρότητας.
Οι οπαδοί του ενδοτισμού παίρνουν ουσιαστικά μία ανθυποπερίπτωση της υποπερίπτωσης, της κρεμάνε μία εύηχη ταμπέλα, και την κάνουν σημαία της στρατηγικής που πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα στις σχέσεις της με τον άρπαγα γείτονά της.
Προφανώς ο κ. Ντόκος αντελήφθη στη συνέχεια τη γκάφα ολκής που διέπραξε με τα όσα δήλωσε, και προσπάθησε να τα μπαλώσει λέγοντας: «Είναι μια προσωπική άποψη. Χρησιμοποίησα ένα υποθετικό παράδειγμα για να πω κάτι απλό και αυτονόητο. Ότι αν η Τουρκία αλλάξει συμπεριφορά μπορούμε να γίνουμε φυσιολογικοί γείτονες. Είναι άκαιρο και κακώς χρησιμοποίησα το συγκεκριμένο σενάριο γιατί ούτε η Τουρκία φαίνεται διατεθειμένη να αλλάξει συμπεριφορά και να πάμε σε μία ομαλοποίηση των σχέσεων, ούτε έχει ανακαλυφθεί κάτι για να κάνουμε συζήτηση για το πώς θα το μοιράσουμε».
Άμα έχεις τέτοιους συμβούλους Εθνικής Ασφαλείας, τι να τους κάνεις τους Τούρκους…
Πηγή: infognomonpolitics.gr