Κύπρος: «Διζωνική» και «δικοινοτική» αποδοχή και νομιμοποίηση της Τουρκικής εισβολής
Δεν ξέρω αν υπάρχει έστω κι ένας ειλικρινά σκεπτόμενος Έλληνας που βρήκε έστω κι ένα λόγο για να πει ένα «μπράβο» στην φοβική και «προλειαντική» εκδήλωση (υποτιθέμενης) «εθνικής ομοψυχίας» στο προεδρικό μέγαρο της διχοτομημένης Κυπριακής πρωτεύουσας.
Δεν ξέρω πόσα «μπιλετάκια» χρειάστηκαν για να παρουσιαστεί η υποχωρητικότητα ως «γενναία στάση» και η πιο ύπουλη προοπτική ως εθνική θέση.
Δεν ξέρω πόσα τηλεφωνήματα έγιναν για να κοσμήσουν τα διάφορα τηλεοπτικά πάνελ, τα ραδιοφωνικά στούντιο και τις προμετωπίδες του αναλογικού και ψηφιακού τύπου, όλες αυτές οι απόψεις στη βάση του «να τα βρούμε».
Άλλωστε η σχολή των «ναταβρουμενάκηδων» δείχνει να επικυριαρχεί επί κάθε άλλης φωνής, κάτι που μόνο τυχαίο δεν μπορεί να είναι.
Από πότε αποτελεί λογική λύση και εθνικό στόχο μια «διζωνική-δικοινοτική» Κύπρος; Ποιες είναι οι δύο «ζώνες», οι δύο «κοινότητες» που προορίζονται να αποτελέσουν μια – υποτιθέμενα – ενιαία Κύπρο;
Η μία «ζώνη», η μία «κοινότητα» είναι το κατεχόμενο μέρος του μαρτυρικού νησιού;
Δηλαδή θεωρούμε ως τετελεσμένο όχι μόνο με την πρακτική και την ιστορική έννοια, αλλά και ως νομικό δεδομένο την βάρβαρη Τουρκική εισβολή και τα παράγωγά της;
Από πότε ένα τμήμα που καταλήφθηκε βίαια και παράνομα, ενδύεται τον μανδύα της νομιμότητας και αποτελεί πλέον ισότιμο εταίρο στις φερόμενες «συζητήσεις» για την εξεύρεση λύσης;
Οι μεγαλοστομίες και οι «συγκινητικές» υποσχέσεις για «αμέριστη βοήθεια» και διάφορα άλλα «ταξίματα», μπορεί να έδωσαν την απαραίτητη «τροφή» για την σχετική προπαγάνδα περί «ηρωικής» ή παρεμφερούς στάσης, δεν μπορούν όμως να κρύψουν την πραγματικότητα.
Το «συζητάμε, αλλά δεν υποχωρούμε» θυμίζει μια μάλλον μέτρια σοφιστεία που γίνεται αντιληπτή ακόμη και από έναν μέσης αντίληψης, νου.
Το «συζητώ», άρα «διαπραγματεύομαι» σημαίνει ότι αναγνωρίζω ως επίδικο, άρα αμφίβολης κυριότητας, το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης.
Και μόνο αυτό αποτελεί μια θέση που προκαλεί ανατριχίλα ανάλογη με το «η Κύπρος κείται μακράν».
Δεν «συζητάω», ούτε «διαπραγματεύομαι» για κάτι που είναι δικό μου και που ο άλλος μου το απέσπασε βίαια ή με δόλο.
Δηλαδή αν κάποιος μας κλέψει το αυτοκίνητο, θα πάμε και θα «συζητήσουμε» και θα «διαπραγματευτούμε» μαζί του; Θα του αναγνωρίσουμε δικαιώματα κατοχής για κάτι που αποκόμισε εντελώς παράνομα; Ή θα πάρουμε πίσω το αυτοκίνητο χωρίς δεύτερη κουβέντα και θα ζητήσουμε και αποζημίωση για τις όποιες άλλες ζημιές επέφερε;
Συζητάμε με την Τουρκία τι; Για κάτι που κατέχει παράνομα; Και μόνο που συζητάμε αποτελεί ταπεινωτική υποχώρηση.
Η μόνη ορθή, σύννομη προς τις αρχές του διεθνούς δικαίου, και αρμόζουσα σε πραγματικά κυρίαρχο κράτος, θέση είναι να φύγει και ο τελευταίος έποικος και το τελευταίο ίχνος των κατοχικών δυνάμεων από το νησί.
Δεν συζητάμε τίποτε άλλο. Η συζήτηση σε οποιαδήποτε άλλη βάση, αποτελεί νομιμοποίηση της βάρβαρης και παράνομης εισβολής και κατοχής. Με ταυτόχρονη «αθώωση» της Τουρκίας για τα εγκλήματα που διέπραξε (και) στην Κύπρο!
Και μην ξεχνάμε κάτι που θα έπρεπε να μας έχει διδάξει η ιστορία. Όσο υπάρχει στρατός κατοχής και όσο «συζητάμε» υπό αυτές τις συνθήκες, ο «διάλογος» εκλαμβάνεται ως αδυναμία από την πλευρά μας.
Η εισβολή ξεκίνησε πολύ νωρίτερα. Απλά εφαρμόστηκε το 1974… Όσο το «συζητάμε», η Τουρκία έχει κάθε λόγο να ψάχνει μια νέα αφορμή για έναν νέο «Αττίλα»…
Δ. Καρ.