I have a dream… (ή αλλιώς: Πώς θα “παταχθεί” η φοροδιαφυγή) – Του Γεώργιου Μάτσου
Ας πούμε πρώτα πώς ΔΕΝ θα παταχθεί η φοροδιαφυγή: Δεν θα παταχθεί όταν την… φορολογείς: Τέλος επιτηδεύματος και φορολογία από το πρώτο ευρώ ήταν παραδοχές αδυναμίας του κράτους να αντιμετωπίσει τη φοροδιαφυγή.
Η φοροδιαφυγή νομιμοποιήθηκε οικονομικά και πολιτικά. Διότι, εάν ο επαγγελματίας έτσι κι αλλιώς φορολογείται σαν να φοροδιαφεύγει, τότε συχνά πρέπει να φοροδιαφύγει, προκειμένου να βρει χρήματα για φόρους που καταφανώς παραβιάζουν τις αρχές της φοροδοτικής ικανότητας.
Ο “μέσος φοροφυγάς” νομιμοποιείται, συνεπώς, να αρνηθεί να του “ξαναφορολογηθεί” η φοροδιαφυγή για τρίτη φορά με το επίμαχο νομοσχέδιο. Το κράτος δεν είναι μεν, τυπικώς, υποχρεωμένο να λάβει υπόψη την άτυπη συμφωνία του με όσους ελεύθερους επαγγελματίες φοροδιαφεύγουν που υπέκρυπταν οι δύο αυτοί θεσμοί τεκμαρτής φορολογίας. Ωστόσο το κράτος δεν παύει, σήμερα, να παραβιάζει των ως άνω υπονοούμενη “συμφωνία”.
Ο τρίτος τεκμαρτός φόρος που επιχειρείται να επιβληθεί σήμερα στους ελεύθερους επαγγελματίες, κάθε άλλο παρά καταπολεμά τη φοροδιαφυγή: Μόνον τη φορολογεί και μάλιστα ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ από το εάν ο φορολογούμενος πράγματι φοροδιαφεύγει ή όχι. Αν δεν φοροδιαφεύγει, οι πιθανότητες να εξωθηθεί προς τη φοροδιαφυγή είναι τόσο περισσότερες, όσο περισσότερο φορολογείται η φοροδιαφυγή. Αυτό θα συμβεί, στο πιθανό σενάριο να κλείσει εντελώς τα βιβλία του.
Για να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή, πρέπει να εντοπιστούν οι βαθύτερες αιτίες της. Ένα φαινόμενο με τη γενικότητα που περιγράψαμε στο προηγούμενο άρθρο μας, δεν καταπολεμείται μόνον με καταστολή.
Πρώτο και βασικό λάθος ήταν ότι η μετεκλογική κυβέρνηση επεδίωξε “πρώτα να περιορίσει τη φοροδιαφυγή και μετά να μειώσει κι άλλο τους φόρους”: Όποιος νομίζει ότι ο κόσμος έπρεπε να είναι “ευγνώμων” που μειώθηκαν οι φόροι την πρώτη τετραετία, άρα τώρα έπρεπε να “ανταποκριθεί” “περιορίζοντας” τη φοροδιαφυγή, δεν λαμβάνει υπόψη του τρία πράγματα:
α) Ο κόσμος όντως ανταποκρίθηκε στη μείωση των φόρων μειώνοντας τη φοροδιαφυγή, καθώς το “κενό ΦΠΑ” (δηλαδή: η στατιστικά υπολογιζόμενη φοροδιαφυγή) μειώθηκε σημαντικά μεταξύ 2019 και 2021. Είναι πολύ σημαντική η παραδοχή του υφυπουργού Οικονομικών σε πρόσφατη συνέντευξή του, ότι το κενό ΦΠΑ εκτιμάται ότι θα μειωθεί για το 2022 (πρώτη χρονιά μετά τα lockdown), στο 10%, από 17,8% το 2021. Συνεπώς, από μόνες τους οι πρώτες μειώσεις φόρων μείωσαν τη φοροδιαφυγή χωρίς “μέτρα κατά της φοροδιαφυγής”.
β) Οι φόροι, στο ύψος που είναι σήμερα, εξακολουθούν να προκαλούν φοροδιαφυγή. Πέρα από το τέλος επιτηδεύματος, τη φορολογία από το πρώτο ευρώ, πέρα από τα τεκμήρια διαβίωσης που καθοδηγούν δαπάνες ΕΚΤΟΣ της επίσημης οικονομίας (αναπαράγοντας έτσι τη φοροδιαφυγή), είναι ότι το σημερινό ύψος των φόρων από την εργασία – μισθωτή και ανεξάρτητη – αποτελούν έμμεση πριμοδότηση της φοροδιαφυγής. Κανένας δεν έχει κίνητρο να κερδίζει άνω των 40.000 ευρώ, εάν πληρώνει στο κράτος 44% φόρο.
γ) Κατά συνέπεια αν πρώτα δεν μειωθούν κι άλλο οι φόροι, δεν θα μειωθεί άλλο η φοροδιαφυγή. Η κυβέρνηση έβαλε το κάρο μπροστά από το άλογο.
Να λοιπόν τι πρέπει να γίνει για να καταπολεμηθεί περαιτέρω η φοροδιαφυγή, σε συνέχεια της επιτυχημένης συνταγής του 2019-2023:
Πρώτον: Να “κοπεί” ριζικά η αιτία για την οποία οι πολίτες δεν ζητούν απόδειξη από τους μικρούς επαγγελματίες: Ο ΦΠΑ! Να εφαρμοστεί επιτέλους, για αρχή, η μηδέποτε υλοποιηθείσα μνημονιακή υποχρέωση αύξησης του ορίου απαλλαγής από τον ΦΠΑ μικρών επιχειρήσεων στα 25.000 ευρώ και σταδιακά να φθάσει το όριο το συντομότερο δυνατόν έως 50.000 ευρώ. Αν μάλιστα κατά τις δημοσιοποιούμενες στατιστικές, οι δηλούμενοι κύκλοι εργασιών των ελευθέρων επαγγελματιών ευρίσκονται κατά μέσο όρο σημαντικά κάτω του σημερινού ορίου απαλλαγής των 10.000 ευρώ, τότε η αύξηση του ορίου απαλλαγής θα έχει διαχειρίσιμο αρχικό δημοσιονομικό κόστος, που θα μετατραπεί σε όφελος όταν αυξηθεί η απόδοση του φόρου εισοδήματος και συνηθίσει ο κόσμος να ζητά αποδείξεις.
Δεύτερον: Να μειωθεί ουσιωδώς η φορολογική επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας και, παράλληλα, του ελεύθερου επαγγέλματος. Όταν σήμερα ο μισθωτός πληρώνει φόρο 36% από τις 30.000 και 44% από τις 40.000 ευρώ, οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται πολύ να δώσουν ικανοποιητικούς καθαρούς μισθούς.
Η κυβέρνηση στην πρώτη τετραετία της εστίασε πολύ ορθώς στη μείωση του ύψους των ασφαλιστικών εισφορών, ως μείωση του μη μισθολογικού κόστους. Όμως πρέπει να παρέμβει νομοθετικά σε δύο ακόμη πεδία: α) Μείωση των συντελεστών φορολογίας μισθωτών. Αν πρέπει να παραμείνει ο συντελεστής του 44%, να αφορά μόνον εισοδήματα άνω των 100.000 ή των 150.000 ευρώ, ενώ ο συντελεστής του 36% εισοδήματα άνω των 50.000 ή 60.000 ευρώ. Κι αυτή η μεταβολή, που μπορεί να γίνει σταδιακά ανάλογα με τις δημοσιονομικές δυνατότητες, θα μειώσει καίρια και τη νομιμοποίηση της φοροδιαφυγής στους ελεύθερους επαγγελματίες. Και: β) Μείωση του πλαφόν καταβολής ασφαλιστικών εισφορών από το δεκαπλάσιο του κατώτατου μισθού. Έως το 2013 το πλαφόν αυτό ανερχόταν στις 2.375 ευρώ, για τους τότε παλαιούς ασφαλισμένους. Το όριο αυτό πρέπει να αναπροσαρμοστεί εκεί που υποδεικνύουν οι ισχύουσες αναλογιστικές μελέτες για τη χρηματοδότηση των συντάξεων και όχι στο δυσθεώρητο ύψος του νόμου Κατρούγκαλου.
Αν μάλιστα η κυβέρνηση θέλει να μειώσει τον αριθμό των ατομικών επιχειρήσεων, είναι απολύτως αναγκαία η μείωση της φορολογίας της μισθωτής εργασίας. Οι μισθωτοί πρέπει να βλέπουν τη δουλειά τους όχι απλά ως διασφάλιση αξιοπρεπούς επιβίωσης, αλλά και ως πεδίο πιθανού πλουτισμού, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ και πολλές ακόμη χώρες. Αυτό δεν γίνεται με 44% φορολογία των μισθών μέσου επιπέδου, που στον διεθνή ανταγωνισμό προσέλκυσης στελεχών βρίσκονται στα 100.000-150.000 ευρώ.
Τρίτον: Να καταστούν προαιρετικά τα MyDATA ή πάντως το πιο γραφειοκρατικό τμήμα τους, τουλάχιστον για τις μικρές επιχειρήσεις χωρίς οργανωμένο λογιστήριο, διατηρώντας τα έως σήμερα κίνητρα προς υποστήριξη της προαιρετικότητας – ιδίως της τριετούς παραγραφής. Παράλληλα, να εγκαταλειφθούν τα φαραωνικά σχέδια “κλειδωμένων” δηλώσεων. Τα MyDATA εξακολουθούν να έχουν σοβαρά προβλήματα εφαρμογής, αλλά και αποτελούν τεράστιο εμπόδιο στη νεανική επιχειρηματικότητα. Οι νέοι επαγγελματίες, αντί να ασχολούνται ορεξάτοι με τη δουλειά τους, καλούνται να ασχοληθούν με αδιανόητες γραφειοκρατικές υποχρεώσεις. Κανείς ποτέ δεν εξήγησε για ποιο λόγο τα MyDATA θα μειώσουν τη φοροδιαφυγή. Δεν θα την μειώσουν. Αντιθέτως, θα την αυξήσουν, οδηγώντας πολλούς μικρο-επαγγελματίες εκτός της επίσημης οικονομίας. Η προαιρετικότητα των MyDATA θα αποτελέσει και ισχυρό κίνητρο αυτο-βελτίωσης του συστήματος.
Τέταρτον: Να καταργηθούν άμεσα κάθε είδους τεκμήρια, μετατρεπόμενα σε ελεγκτικές ενδείξεις. Η βασική επίδραση των τεκμηρίων στην οικονομία είναι, να ωθούν το χρήμα της φοροδιαφυγής να δαπανάται στη μη δηλούμενη οικονομία. Ας σκεφτεί κανείς π.χ. τι ανάπτυξη θα είχε στην Ελλάδα η βιομηχανία κατασκευής σκαφών αναψυχής, αν δεν ίσχυε τεκμήριο διαβίωσης για τα σκάφη. Σήμερα όχι μόνον “μαύρο”, αλλά και “άσπρο” χρήμα δαπανάται στα μπουζούκια χωρίς πλήρη φορολογικά παραστατικά, αντί να δαπανάται σε πλήρως φορολογούμενες δραστηριότητες.
Πέμπτον: Μια έντιμη φορολογική συμφωνία μεταξύ κράτους και πολίτη πρέπει να συνεπάγεται τη, σε βάθος όχι μεγάλου χρόνου, κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και της φορολογίας από το πρώτο ευρώ. Η πλήρωση των υπολοίπων ως άνω μεταρρυθμίσεων θα καταστήσει περιττή τη “φορολόγηση της φοροδιαφυγής” με τα δυο αυτά “τεκμήρια φοροδιαφυγής”.
Έκτον και κυριότερον: Αλλαγή νοοτροπίας της φορολογικής διοίκησης, έτσι ώστε λογιστές και φορολογούμενοι να γνωρίζουν ότι, αν είναι φορολογικώς έντιμοι, οι ελεγκτές δεν θα βρίσκουν ή θα εφευρίσκουν “έτσι κι αλλιώς” παραβάσεις. Ο πράγματι έντιμος πρέπει να επιβραβεύεται από το κράτος, αντί να τιμωρείται όμοια όπως ο παραβάτης. Υπέρμετρες φορολογικές ποινές όπως τα άρθρα 54Ε και επόμενα του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, που παραβιάζουν ευθέως το μνημονιακό κεκτημένο εξορθολογισμού των ποινών, πρέπει άμεσα να καταργηθούν. Το μνημονιακό πλαίσιο ποινών του 2015, φθάνει και περισσεύει καταρχήν για να τιμωρήσει επαρκώς τη φοροδιαφυγή.
Έβδομον: Οι κυβερνήσεις να αξιοποιούν ΚΑΘΕ δημοσιονομικό περιθώριο για να μειώνουν κι άλλο τους φόρους. Πόσες φορές δεν ευχηθήκαμε να έχουμε φορολογικό σύστημα “Βουλγαρίας” ή έστω “Κύπρου” ή “Ρουμανίας”. Δεν χρειάζεται καν να φθάσουμε σε τόσο χαμηλή φορολογία. Αρκεί να μειωθεί τόσο, ώστε να μην αποτελεί εμπόδιο για κανενός είδους δραστηριότητα – ούτε μισθωτή, ούτε ανεξάρτητη – και να μην αποτελεί κίνητρο για φοροδιαφυγή.
Αλήθεια, πώς κατάφερε η ελληνική ναυτιλία να μεγαλουργήσει σε όλον τον πλανήτη; Ήμασταν πάντοτε θαλασσινός λαός. Όμως χωρίς το σημερινό πλαίσιο χαμηλής φορολογίας δεν θα ήμασταν οι πρώτοι του κόσμου. Αντίστοιχα μπορεί να συμβεί σε όλους τους κλάδους. Το think tank του Ινστιτούτου Paulson υπολόγισε πρόσφατα ότι το 11% των κορυφαίων Ευρωπαίων ερευνητών Τεχνητής Νοημοσύνης προέρχεται από την Ελλάδα, με μόνον τις Γαλλία (29%) και Γερμανία (14%) να βρίσκονται ψηλότερα. Η φορολογία συνιστά βασικό εμπόδιο για διεξαγωγή της ίδιας έρευνας από τους ίδιους ανθρώπους εδώ.
Αν ΚΑΘΕ επάγγελμα απολάμβανε ένα πλαίσιο σταθερής και χαμηλής φορολογίας, όχι κατ’ ανάγκη τόσο χαμηλής όσο της ναυτιλίας, τεράστιες ποσότητες τεχνολογικού και υλικού πλούτου θα μπορούσαν να παράγονται στην Ελλάδα.
Αυτό θα μπορούσε να είναι ΤΟ πολιτικό όραμα για την Ελλάδα του αύριο. Μια Ελλάδα απαλλαγμένη από το πελατειακό κράτος, με νοικοκυρεμένο δημόσιο, χωρίς σπατάλες, αλλά με γενναιόδωρη κάλυψη των πραγματικών, κρατικών αναγκών, θα γινόταν πολύ γρήγορα παραγωγός γνώσης αντίστοιχης με της Αθήνας του 5ου π.Χ. αιώνα.
Η Ελλάδα πρέπει να δει τον εαυτό της ως πανανθρώπινη κοιτίδα γνώσης και πολιτισμού απέναντι στα δικά της παιδιά και σε κάθε ξένο που θα θέλει να μετέχει “της ημετέρας παιδείας”. Θα ξανανθίσει τότε το πανάρχαιο ελληνικό πνεύμα, που ενώ διατηρήθηκε αλώβητο και ενισχυόταν διαρκώς μέχρι και την επανάσταση του 1821, άρχισε έκτοτε να υπονομεύεται από το ελλαδικό κράτος.
Το κλειδί για αυτή τη γνωσιολογική μετάβαση διέρχεται, παραδόξως, από τη χαμηλή φορολογία. Σε μια χώρα ανεπτυγμένη και πλούσια, σαν την Αθήνα του Επιταφίου του Περικλή, κανείς δεν θα χρειάζεται να φοροδιαφεύγει, στους δε ελάχιστους που θα ενεργούν αντικοινωνικά, η ίδια η κοινωνία θα επιβάλει το σωστό, με την ελάχιστη αναγκαία υποστήριξη από το κράτος.
Μέχρι να καταστήσουμε βιωματική μας κοινωνική και κρατική συνείδηση έναν τέτοιο στόχο, τουλάχιστον ας μην γίνονται βήματα πίσω στη φορολογική νομιμοποίηση του ελλαδικού κράτους, όπως με το πρόσφατο νομοσχέδιο.
* Γεώργιος Ι. Μάτσος, Δ.Ν., Δικηγόρος