Η ακρίβεια «καταπίνει» την αύξηση του κατώτατου μισθού – 40 ευρώ «καθαρά» το κέρδος
Λίγο πάνω από τα 700 ευρώ «καθαρά» διαμορφώνεται ο κατώτατος μισθός για περίπου 600.000 εργαζόμενους από την 1η Απριλίου με τους εργαζόμενους να βλέπουν μια διαφορά στην τσέπη τους περίπου 40 ευρώ που δεν είναι αρκετή να καλύψει τις αυξανόμενους ανάγκες που προκαλούν οι πληθωριστικές πιέσεις κυρίως στα τρόφιμα.
Συγκεκριμένα, όσοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό θα λαμβάνουν 830 ευρώ μικτά ενώ τα «καθαρά» εισοδήματά τους θα ανέρχονται περίπου στα 706 ευρώ για εργαζόμενο χωρίς παιδιά, τριετίες, κλπ. Σήμερα, ο μισθός είναι στα 780 μικτά , δηλαδή στα 667 ευρώ «καθαρά». Πρόκειται λοιπόν για μία μηνιαία αύξηση του μισθού περίπου 40 ευρώ.
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και η εξειδίκευση των μέτρων
Με τον ετήσιο πραγματικό πληθωρισμό των τροφίμων να τρέχει το 2023 με 6,6% η αύξηση του κατώτατου μισθού που ανακοίνωσε η κυβέρνηση δεν ξεπερνά το 5,85% ενώ η χώρα μας βρίσκεται δεύτερη από το τέλος στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2023) σε ό,τι αφορά στον δείκτη του κατά κεφαλήν ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ).
Στα «σκληρά» νούμερα τα οποία δημοσίευσε την Τρίτη (26/03) η Eurostat η χώρα μας βρίσκεται δεύτερη από το τέλος ανάμεσα στις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).
Όλο αυτό το διάστημα ο πληθωρισμός τροφίμων είναι πολλαπλάσιος του γενικού δείκτη και στο δίμηνο του 2024
Η Ελλάδα ανταγωνίζεται τη Βουλγαρία που από όλες τις χώρες της ΕΕ (μέσος όρος 100) κατείχε την τελευταία θέση στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ με 64 μονάδες και η Ελλάδα ακολουθεί με 67 μονάδες. H Λετονία, τρίτη από το τέλος, έχει 71 μονάδες. Πρώτη χώρα, με διαφορά, είναι το Λουξεμβούργο με «σκορ» 240 μονάδες και δεύτερη η Ιρλανδία με 212.
Θα πρέπει να σημειώσουμε πως όλο αυτό το διάστημα ο πληθωρισμός τροφίμων είναι πολλαπλάσιος του γενικού δείκτη και στο δίμηνο του 2024 οι τιμές έχουν αυξηθεί κατά 7,5% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι.
Στη εξειδίκευση των ανακοινώσεων που έκανε ο πρωθυπουργός για τον κατώτατο μισθό η υπουργός Εργασίας, Δόμνα Μιχαηλίδου, μεταξύ άλλων, ανέφερε πως από 1η Ιανουαρίου ξεπάγωσαν οι τριετίες και αυτό είναι σημαντικό όφελος για τους εργαζόμενους που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.
Ετσι ο μισθός με μία τριετία διαμορφώνεται (μικτά) σε 913 ευρώ, με δύο τριετίες σε 996 ευρώ και με τρεις τριετίες σε 1079 ευρώ σε 14μηνη βάση.
Η πρόταση της ΓΣΕΕ και το 2027
Η ΓΣΕΕ πρότεινε αύξηση περίπου 16,4%, δηλαδή 128 ευρώ και διαμόρφωση του νέου κατώτατου μισθού στα 908 ευρώ μικτά.
Κατά τη ΓΣΕΕ η αναγκαιότητα για σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού αιτιολογείται και από τις ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις που καταγράφει η Ελλάδα σε μια σειρά δείκτες οι οποίοι αποτυπώνουν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και των φτωχότερων εισοδηματικά νοικοκυριών.
Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2022 η χώρα εμφάνιζε το πέμπτο υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων σε κίνδυνο φτώχειας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Μάλιστα το 44,5% των νοικοκυριών με χαμηλά εισοδήματα αντιμετώπιζαν συνθήκες σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης.
Οι αυξήσεις «φαντάζουν μεγάλες αλλά δεν είναι»
Με την κυβέρνηση να σχεδιάζει μέχρι το 2027 οι κατώτατες αμοιβές να διαμορφωθούν στα 950 ευρώ μικτά η σκληρή πραγματικότητα που αποτυπώνεται στην τσέπη των πολιτών είναι πως κάθε αύξηση στον κατώτατο μισθό που έχει ανακοινωθεί σκοντάφτει στο κύμα ακρίβειας και υπερτιμήσεων.
Συνολικότερα τα έντονα φαινόμενα του λεγόμενου πληθωρισμού της απληστίας, οι ελλιπείς έλεγχοι στα υπερκέρδη των ολιγοπωλίων και η φτηνή εργασία διαμορφώνουν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ. Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη έκθεση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) που διαπιστώνει πως παρά την αύξηση του μέσου μισθού κατά 20% την τελευταία 4ετία, ο μέσος μισθός στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα 1.250 ευρώ, χαμηλότερος δηλαδή -σε ονομαστικούς όρους- σε σχέση με τα προ 15ετίας επίπεδα.
«Για τα ελληνικά δεδομένα, ειδικά αυτά που διαμορφώθηκαν μετά την οικονομική κρίση, όπως η κατακόρυφη μείωση του ονομαστικού κατώτατου μισθού το 2012 και η στασιμότητα τα επόμενα έτη ως και το 2018, οι αυξήσεις που δόθηκαν τα τελευταία πέντε χρόνια, δηλαδή από το πρώτο εξάμηνο του 2019 ως το πρώτο εξάμηνο του 2024, ενδεχομένως φαντάζουν μεγάλες. Ωστόσο δεν πρέπει να θεωρούνται ως τέτοιες» επισημαίνει το ΚΕΠΕ.