Για την ‘τηλεμαχία’ – Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
Την Τετάρτη 10 Μαϊου, 11 ημέρες πριν από την διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών, διεξήχθη η ‘τηλεμαχία’ (υιοθετούμε τον νεολογισμό που προκρίνει ο γλωσσολόγος Γεώργιος Μπαμπινιώτης) μεταξύ των πολιτικών αρχηγών των έξι κοινοβουλευτικών κομμάτων.
Ήτοι, μεταξύ του Κυριάκου Μητσοτάκη (Νέα Δημοκρατία), Αλέξη Τσίπρα (Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία), Νίκο Ανδρουλάκη (Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα-Κίνημα Αλλαγής), Δημήτρη Κουτσούμπα (Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας), Κυριάκου Βελόπουλου (Ελληνική Λύση) και Γιάνη Βαρουφάκη (ΜΕΡΑ 25). Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε αρχικά πως η ‘τηλεμαχία’ εξελίχθηκε ομαλά.
Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο;
Σημαίνει πως οι πολιτικοί αρχηγοί και οι συμμετέχοντες δημοσιογράφοι δεν απέκλιναν από τους εκ των προτέρων τιθέμενους κανόνες, αν και κάποιοι εξ αυτών, προεξάρχοντος αρχικά του Αλέξη Τσίπρα, δεν απώλεσαν την ευκαιρία, μόλις δέχονταν ερώτηση από κάποιον δημοσιογράφο, να επιχειρούν κάποιες (γλωσσικές) παρεκβάσεις, προτιμώντας, προτού ξεκινούν να απαντούν στην ερώτηση που δέχθηκαν, είτε να σχολιάσουν, ακόμη και ακροθιγώς, κάτι που ειπώθηκε πριν από κάποιον άλλο πολιτικό αρχηγό, είτε να πιάσουν το νήμα από την απάντηση που έδωσαν σε κάποιον προηγούμενο θεματικό κύκλο, επιδιώκοντας έτσι να καλύψουν ενδεχόμενα κενά και να ‘διορθώσουν’ λάθη.
Με αυτόν τον τρόπο, η μορφή του διαλόγου, ακόμη και έμμεσα (και πως αλλιώς άλλωστε; ), υπεισήλθε στο προσκήνιο, και όχι ορμητικά, αμβλύνοντας τα πολιτικά και γλωσσικά στεγανά που χώριζαν τους πολιτικούς αρχηγούς.
Από τους οποίους, ο πιο αγχωμένος ήσαν ο επικεφαλής του κόμματος ‘ΜΕΡΑ 25,’ Γιάνης Βαρουφάκης. Υπό αυτό το πρίσμα, η έξυπνα διατυπωθείσα ερώτηση της δημοσιογράφου Ράνιας Τζίμα, περί κατάληψης μίας ελληνικής βραχονησίδας από Τούρκους κομάντο και της δικής του αντίδρασης εάν βρισκόταν εκείνη την στιγμή στη θέση του πρωθυπουργού, κατέδειξε το άγχος του σε συνδυασμό με την αμηχανία του, πράγμα που τον απέτρεψε από το να δώσει μία πειστική απάντηση.
Αντιθέτως, μέσω της απάντησης του, απάντησης αποσπασματικής, διεφάνησαν εκ νέου στο προσκήνιο (δεν διακρίναμε ίχνη ιδρώτα στο μέτωπο του), τα ‘ελλείμματα’ ηγεσίας που τον διακρίνουν και είχαν επίσης διαφανεί την περίοδο όπου διετέλεσε υπουργός Οικονομικών.
Οτιδήποτε πέραν του ρόλου που έχει επιλέξει για τον εαυτό του και για το κόμμα του, τον στενεύει και τον φέρνει σε δύσκολη θέση. Είναι διαφορετικό να βρίσκεται σε θέση outsider και να ασκείς εύκολη και λαϊκιστική κριτική σε όλους, και διαφορετικό να ασκείς εξουσία, ό,τι και αν σημαίνει αυτό. Η ερώτηση της Ράνιας Τζίμα συνετέλεσε ώστε να αναδειχθεί στην επιφάνεια αυτή η διάκριση.
Ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ δεν ήρθε σε δύσκολη θέση στην προσπάθεια του να επαναλάβει αυτά που κατά καιρούς υποστηρίζει, και εν καιρώ προεκλογικής περιόδου, αν και ενίοτε υπερέβαινε τον διαθέσιμο χρόνο, μπερδεύοντας τους δημοσιογράφους που είχε απέναντι του (ο Δημήτρης Κουτσούμπας επιθυμούσε εντόνως να ‘ταπώσει’ με τις απαντήσεις του τους ‘συστημικούς δημοσιογράφους’ με αποτέλεσμα να χάνει το μέτρο), με ένα κομματικό ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται πολύ συχνά. Και οι απαντήσεις του, διανθισμένες με μία οιονεί ακαδημαϊκή-διδακτική εσάνς, δεν ήσαν κατάλληλες ή συμβατές με αυτόν τον τύπο ‘τηλεμαχίας.’
Αυτή την φορά, ελλείψει ‘Luben,’ δεν μπόρεσε να χρησιμοποιήσει, γλωσσικώ τω τρόπω, το ‘εργαλείο’ του «σημασιολογικού νεολογισμού» (semantic neologism), για να στραφούμε στην ανάλυση του Mc Mahon, που σημαίνει την «απόδοση καινούργιας σημασίας σε προϋπάρχουσες λέξεις».
Πως μπορούσε να στραφεί με περισσή ευκολία στους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς και να τους πει ‘αυτοί είστε Κύριοι’ με εκείνη την έκδηλη αποστροφή που διαφαίνεται στην εκφορά της φράσης;
Και τι σημαίνει μία τέτοια φράση στην ‘Κουτσούμπεια’ πολιτική ιδιόλεκτο; Σημαίνει πως ‘είστε όλοι ίδιοι’ και ‘είστε όλοι ανίκανοι.’
Όπως συνήθως συμβαίνει σε σημαντικά γεγονότα που μεταδίδονται ζωντανά, είτε αυτά αφορούν έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, είτε τον τελικό της ‘Eurovision,’ στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης ‘Twitter’ διεξάγονταν μία παράλληλη ‘εκστρατεία’ αξιολόγησης και βαθμολόγησης πολιτικών προσώπων και δημοσιογράφων, εντός της οποίας συμπεριλαμβάνονταν μόνο ‘κορυφαίες ατάκες’ που λάμβαναν μορφή ‘ετικέτας’ (‘το είδωλο Ράνια Τζίμα’), αστεϊσμοί που αντλούσαν από το πρόσφατο πολιτικό παρελθόν των πολιτικών αρχηγών, σύντομης διάρκειας video από την απάντηση κάποιου πολιτικού αρχηγού. Video που αναμεταδίδονταν, ειδικά εάν ο χρήστης επιθυμούσε να καταστούν αντικείμενο σχολιασμού.
Στο ‘Twitter’ η δημοσιογράφος Ράνια Τζίμα, και σε αυτή την ‘τηλεμαχία,’ εξαργύρωσε την δημοφιλία που έχει αποκτήσει εδώ και λίγους μήνες, ιδίως μετά από το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, προσλαμβανόμενη, επιφανειακά βέβαια, ως το ‘μόνο άξιο λόγου πρόσωπο.’