Την Πέμπτη 3 Αυγούστου ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης, μετέβησαν στην Αίγυπτο όπου εν προκειμένω είχαν επαφές με τον Αιγύπτιο πρόεδρο Αμπντέλ Φατάχ Ελ-Σίσι και με τον υπουργό Εξωτερικών της Αραβικής χώρας, Σάμεχ Σούκρι.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η ατζέντα των συνομιλιών δεν ήσαν τόσο δύσκολη και ‘βαριά,’ όσο στην πρόσφατη συνάντηση του πρωθυπουργό με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατά την διάρκεια της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους της Λιθουανίας. Mε τους δύο πολιτικούς ηγέτες να σπεύδουν να επιβεβαιώσουν την στρατηγική συναντίληψη που έχουν πλέον οι δύο χώρες επί σειρά θεμάτων, εκεί όπου, ένα από τα κυριότερα εξ αυτών, να είναι η ενίσχυση της ενεργειακής συνεργασίας, με την μεν Αίγυπτο σε ρόλο παραγωγού ενέργειας και την δε Ελλάδα σε ρόλο διαμετακομιστικού κόμβου.
Ο πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, δήλωσε σχετικά με την συνάντηση του με τον Αιγύπτιο πρόεδρο πως οι σχέσεις των δύο χωρών «είναι αυτοτελείς, ισχυρές. Δεν ετεροπροσδιορίζονται και δεν εξαρτώνται από τις όποιες σχέσεις μπορεί να έχουμε με άλλες χώρες στην Ανατολική Μεσόγειο».
Εμείς, κινούμαστε στον αντίποδα αυτής της άποψης ή αλλιώς, της αντίληψης, εκτιμώντας πως ένας εκ των κυριότερων λόγων πραγματοποίησης της επίσκεψης, μέσα σε αυτή την συγκυρία (περισσότερο την εσωτερική και όχι την περιφερειακή ή την εξωτερική), είναι η βαθύτερη επιθυμία της ελληνικής κυβέρνησης, όχι να εμποδίσει την εξελισσόμενη Τουρκο-Αιγυπτιακή προσέγγιση, η οποία προσλαμβάνει ποιοτικά χαρακτηριστικά μετά την τοποθέτηση του Χακάν Φιντάν στην θέση του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας, αλλά, αντιθέτως, να προλάβει ενδεχόμενες αρνητικές εξελίξεις, ως απόρροια μίας θετικής έκβασης της Τουρκο-Αιγυπτιακής προσέγγισης.
Για παράδειγμα, η Ελλάδα θα ήθελε πρωταρχικά να ενημερωθεί από την Αίγυπτο για τις κινήσεις και τις πρωτοβουλίες και ειδικά, για το ενδεχόμενο επίτευξης μίας συμφωνίας οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ Αιγύπτου και Τουρκίας.
Ο καθηγητής Διονύσης Τσιριγώτης, επισημαίνει πως η «συνάντηση του έλληνα Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον αιγύπτιο πρόεδρο Αλ Σίσι έχει ως πρώτιστο στόχο ν’ αναστείλει μια επερχόμενη Αιγύπτου-Τουρκίας για οριοθέτηση αποκλειστικών οικονομικών ζωνών (ΑΟΖ) στην Ανατολική Μεσόγειο, επαναφέροντας στο προσκήνιο τον «πόλεμο» των ΑΟΖ».
Υπό αυτό το πρίσμα, εκτιμούμε πως μία τέτοια άποψη είναι απλοϊκή και μονολιθική. Πως γίνεται η ελληνική κυβέρνηση να αποτρέψει το ενδεχόμενο υπογραφής μίας Τουρκο-Αιγυπτιακής συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ;
Ποια διπλωματικά ‘εργαλεία’ μπορεί να χρησιμοποιήσει δίχως να θέσει εν κινδύνω την διαδικασία εξομάλυνσης των Ελληνο-Τουρκικών σχέσεων, και επίσης, την εξέλιξη της στρατηγικής της συμμαχίας με την Αίγυπτο;
Επένδυσε συμβολικούς και στρατηγικούς πόρους η Τουρκία προς την κατεύθυνση αποτροπής επίτευξης μίας τμηματικής συμφωνίας οριοθέτησης μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου; Όχι, είναι η απάντηση μας.
Ελλάδα και Αίγυπτος, εκφράζονται με παρόμοια θετικό τρόπο υπέρ της συνέχισης της λειτουργίας των περιφερειακών συμμαχιών τύπου ’3+1’ στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, θέτοντας από κοινού τις βάσεις για την διαμόρφωση μίας στρατηγικής οργανωμένης «μετακίνησης πληθυσμών», σύμφωνα με τους Myron & Κολοβό.
Δηλαδή, για την διαμόρφωση μίας στρατηγικής μετακίνησης Αιγύπτιων εργαζομένων στην Ελλάδα, προκειμένου να απασχοληθούν σε εποχιακές, αγροτικές εργασίας. Το γεγονός αυτό χρήζει επισήμανσης, από την στιγμή μάλιστα όπου η Ελλάδα δεν έχει προχωρήσει σε παρόμοιου τύπου ‘συμφωνίες’ με άλλες γειτονικές χώρες, (πολλώ δε μάλλον με Αραβικές-Αραβόφωνες), έχοντας να διαχειριστεί τις πολλαπλές προκλήσεις που θέτει η διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος.
Όμως, από έναν πρωθυπουργό και μία κυβέρνηση που ομνύουν διαρκώς στην έννοια του φιλελευθερισμού, θα περιμέναμε περισσότερες αναφορές σχετικά με το πως αντιμετωπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα από ένα ημι-αυταρχικό καθεστώς. Σχετικά με την ύπαρξη μορφών λογοκρισίας και μη υιοθέτησης των στοιχειωδών Δημοκρατικών-φιλελεύθερων αξιών και προτύπων.