Για την εκδήλωση με τίτλο ‘Μετά τον Μητσοτάκη, ποιος’; – Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
Πριν από λίγες ημέρες, έλαβε χώρα μία ενδιαφέρουσα πολιτική εκδήλωση στην οποία συμμετείχαν στελέχη τριών αντιπολιτευόμενων πολιτικών κομμάτων: Ο Διονύσης Τεμπονέρας του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ο Μανώλης Χριστοδουλάκης του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος-Κίνημα Αλλαγής και η Έφη Αχτσιόγλου της Νέας Αριστεράς.
Ο τίτλος της εκδήλωσης που εν προκειμένω πραγματοποιήθηκε πριν από την ψήφιση στη Βουλή του νομοσχεδίου που θεσμοθετεί τον γάμο για τα ομόφυλα ζευγάρια, είχε τον ελαφρώς προβοκατόρικο τίτλο ‘Μετά τον Μητσοτάκη, ποιος’; Ένας αναγνώστης κάλλιστα μπορεί να αναρωτηθεί γιατί κάναμε λόγο για έναν ελαφρώς προβοκατόρικο τίτλο. Σπεύδουμε να απαντήσουμε: Διότι η χρήση του προθήματος ‘μετά’ υποδηλώνει πως η πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει τελειώσει και τα κόμματα της αντιπολίτευσης την εναλλακτική λύση.
Άλλως πως, αυτόν που θα μπορέσει να εγκαθιδρύσει μία νέα πολιτική κυριαρχία. Όμως επ’ ουδενί δεν βρισκόμαστε ή δεν διάγουμε μία μετα-Μητσοτακική περίοδο, από την στιγμή όπου ο πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας καθίσταται πολιτικά κυρίαρχος στο παρόν, καταφέρνοντας να διευρύνει κατά πολύ τα εκλογικά όρια της Νέας Δημοκρατίας, όταν κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν καταφέρει να βρουν την κατάλληλη στρατηγική προκειμένου να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την Νέα Δημοκρατία και ό,τι ορίσαμε ως ‘πολιτική κυριαρχία Μητσοτάκη.’ Μία τέτοια παραδοχή, ωθεί και τον γράφοντα να προβεί σε μία αλλαγή.
Πιο συγκεκριμένα, είναι ορθότερο να μιλήσουμε θεωρητικά για έναν εσφαλμένο και όχι για έναν προβοκατόρικο τίτλο. Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως και οι τρεις συμμετέχοντες, πριν ακόμη την διεξαγωγή της πολιτικής εκδήλωσης, προσέδωσαν μεγάλη έμφαση στην αναζήτηση των κατάλληλων ‘διαιρετικών τομών’, για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Κωστή Πιερίδη, για τις οποίες, όπως τονίζουν οι Bartolini & Mair, δεν έχει δοθεί ακόμη και σήμερα, παρά το γεγονός πως βρίσκονται σε πρώτο πλάνο από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ένας «ακριβής ορισμός».
Υπό αυτό το πρίσμα, τα τρία πολιτικά στελέχη επεδίωξαν να συγκροτήσουν διαιρετικές τομές προκειμένου αφενός μεν να καταδείξουν τις διαφορές τους και δη τις πολιτικοϊδεολογικές τους διαφορές από την ‘ατζέντα Μητσοτάκη,’ και, αφετέρου δε, να θέσουν τις βάσεις για την συγκρότηση ενός κοινωνικοπολιτικού και βαθιά αντι-Μητσοτακικού μετώπου. Και εδώ ακριβώς ενσκήπτει ένα πολύ σημαντικό σημείο το οποίο χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς.
Όχι μόνο τα τρία πολιτικά στελέχη που συμμετείχαν στην εκδήλωση (Μανώλης Χριστοδουλάκης, Διονύσης Τεμπονέρας & Έφη Αχτσιόγλου), αλλά, και πολιτικά στελέχη των κομμάτων στα οποία ανήκουν έχουν την διαμορφώσει την πεποίθηση πως απαραίτητη προϋπόθεση για την αμφισβήτηση της πολιτικής κυριαρχίας του πρωθυπουργού και του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, είναι η τόσο η διαμόρφωση ενός αντι-Μητσοτακικού λόγου που θα έχει σαφείς αιχμές κατά του πρωθυπουργού, όσο και η συγκρότηση ενός αντίστοιχου (και λαϊκιστικού) μετώπου.
Σε αυτή την περίπτωση, θα είχαν περισσότερες πιθανότητες να επιτύχουν κάτι τέτοιο εάν αναζητούσαν την διαμόρφωση «καίριων διαιρετικών τομών», κατά την προσέγγιση του Ηλία Νικολακόπουλου και όχι των απλών και περισσότερο καθημερινών. Όμως, δεν κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Όμως, ο πολιτικός ηγέτης που αναζητούν οι ‘τρεις και οι συν αυτώ’ δεν μπορεί να προκύψει εύκολα από τέτοιες εκδηλώσεις.
Όταν μάλιστα ο Κυριάκος Μητσοτάκης χαίρει ευρείας κοινωνικής-πολιτικής αναγνώρισης, έχει καταστεί ο ηγέτης ενός ευρύτερου αντι-λαϊκιστικού και μεταρρυθμιστικού κοινωνικού και πολιτικού μπλοκ εδώ και χρόνια, μπορεί και μετατοπίζει τα πολιτικοϊδεολογικά όρια με τις πρωτοβουλίες του να αποκτούν αντίκτυπο και εκτός Ελλάδος, έχοντας συνάμα την ικανότητα να αντιμετωπίζει ταυτόχρονα τον εθνικολαϊκισμό ένθεν και ένθεν.
Εντός και εκτός Βουλής, σε διάφορα φόρα. Τέτοιου τύπου πολιτικές πρωτοβουλίες οι οποίες ομνύουν σε μία ρητορική περασμένων ετών, το μόνο που μπορούν να επιτύχουν είναι όχι να πλήξουν τον πρωθυπουργό και το κύρος του, αλλά, να δυσχεραίνουν τις προσπάθειες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος να κερδίσει περισσότερο έδαφος αποσπώντας ψηφοφόρους κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως από το ΠΑΣΟΚ.