To 2022, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ‘Κουκκίδα’ η ποιητική συλλογή της Ελένης Σιγαλού που εν προκειμένω φέρει τον τίτλο ‘Εκπνοές νερού. Προοίμιο +32 Σονέττα+ Επιμύθιο’.
Αυτή η τρίτη ποιητική συλλογή που εκδίδει η Ελένη Σιγαλού, καθότι, πριν από αυτή, είχαν προηγηθεί το ‘Το Αλφαβητάρι του Βλέμματος’ (Ηριδανός, 2013) και η συλλογή ‘Ιουλίου Όχλησις και 61 χαϊκού’ (Κουκούτσι, 2016). Η πρώτη της ποιητική παρουσία καταγράφεται στο συλλογικό έργο ‘Με όλες μας τις αισθήσεις’ (2010).
Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να αναφέρουμε πως η Ελένη Σιγαλού καθίσταται, χρονολογικά, ποιήτρια της προηγούμενης δεκαετίας που υπήρξε η δεκαετία της κρίσης, με την ποιήτρια όμως να μην σπεύδει να πραγματευθεί ποιητικά την κρίση και τις διάφορες εκφάνσεις της στις ‘Εκπνοές νερού.’
Ο τίτλος της ποιητικής συλλογής χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Και αυτό διότι, εν αντιθέσει με τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στο κυρίως μέρος αυτής, το ‘προοίμιο’ (μπορούμε να το αποκαλέσουμε το εναρκτήριο ποίημα) και το ‘επιμύθιο,’ προσλαμβάνουν την μορφή πεζού, ξεφεύγοντας με προσεκτικό τρόπο από την αμιγώς ποιητική σύνθεση.
Και αν το ‘προοίμιο’ με τίτλο ‘Το Κρεβάτι’ διαμορφώνει τις προϋποθέσεις μετάβασης στο κυρίως μέρος της συλλογής, παρέχοντας της την δυνατότητα να «οργανώσει» με τον πλέον βέλτιστο τρόπο το υλικό της, για να παραφράσουμε ελαφριά την Μαρία Βαχλιώτη, τότε το ‘επιμύθιο’ το οποίο δεν βρίθει αφορισμών και αξιωμάτων, διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την δημιουργία μίας επόμενης ποιητικής συλλογής.
Ο Γάλλος φιλόσοφος Jacques Derrida τιτλοφορεί το δοκίμιο του που αναφέρεται στους Ηans-Georg Gadamer και στον ποιητή Paul Celan, ‘Κριοί. Διάλογος ατέρμων. Μεταξύ δυο απείρων το ποίημα.’
Παραφράζοντας αυτόν τον τίτλο όσο χρειάζεται, θα υπογραμμίσουμε θεωρητικά πως στην περίπτωση της Ελένης Σιγαλού, τα ποιήματα αναπτύσσονται και παράλληλα οριοθετούνται μεταξύ του προοιμίου και του επιμύθιου και όχι του επίμετρου (τότε δεν θα μιλούσαμε για μία ποιητική συλλογή), με την ποιήτρια να μην διστάζει, επενδύοντας σε μία υπαρκτή και πλούσια ποιητική παράδοση, να τα χαρακτηρίσει Σονέττα.
Και θεωρούμε ορθό αυτόν τον χαρακτηρισμό, ακριβώς διότι τα ποιήματα φέρουν μία μουσικότητα (και όχι προφορικότητα), η οποία ενισχύεται από την χρήση της ομοιοκαταληξίας, βοηθούν την ποιήτρια να διαχειρισθεί με τον καλύτερο τρόπο τα συναισθήματα της και τις μνήμες της, επιτρέπουν στον αναγνώστη να αντιληφθεί πως τα ποιήματα κινούνται πέραν της ελαφράς αισιοδοξίας και επίσης, της απελπισίας.
Η χρήση της ομοιοκαταληξίας είναι συνεχόμενη και ευρεία, κάτι που συνιστά ισχυρό τεκμήριο του ό,τι η ποιήτρια θεωρεί πως η ομοιοκαταληξία αποτελεί μία από ασφαλή ‘οδό’ για την μετουσίωση των ιδεών σε ποίηση, χωρίς να χρειαστεί η καταφυγή σε άλλου τύπου γλωσσικές-μορφολογικές παρεκβάσεις.
Εστιάζοντας εκ νέου στην ποιητική παραγωγή των τελευταίων ετών, θα επισημάνουμε πως δεν έχουμε παρατηρήσει την χρήση, πολλώ δε μάλλον την συστηματική χρήση της ομοιοκαταληξίας, σε ένα λεπτό σημείο όπου αρκετοί ποιητές, και όχι απαραίτητοι της νεότερης γενιάς, κάνουν χρήση μοντερνιστικών τεχνικών προκειμένου να καταστήσουν το ποίημα ένα πολύπτυχο που ανοίγει και κλείνει κατά πως μπορεί να θέλει ο ίδιος ο αναγνώστης.
Ένα δεύτερο στοιχείο που εντοπίζουμε, σχετίζεται με την μη ιδιαίτερη χρήση κύριων ονομάτων, πέραν των ονομάτων μυθικών ηρώων και θεών, κινούμενη με βάση χρονικές περιόδους που έχουν την μορφή μίας εποχής του χρόνου.
Το ποίημα ‘Άνοιξη’ είναι ενδεικτικό αυτού, όπως επίσης και ενδεικτικό μίας αναντιστοιχίας μεταξύ της συναισθηματικής κατάστασης και της εαρινής κίνησης και αναγέννησης της φύσης. «Έτσι όπως φύσαγε τ’ αγέρι άνθη φυτεύανε στο χώμα το φως γυμνό πάνω στο σώμα κ’ ήταν δεν ήταν μεσημέρι απ’ το παράθυρο κοιτούσες των μελισσών τ’ αλισβερίσι στο βάθος ένα κυπαρίσσι σε ρώτησε γιατί πενθούσες μισή γερμένη στο περβάζι έκλεβες λόγια όπου τα φύλλα λένε στη ρίζα όλο νάζι προτού ριχτούν στην κατρακύλα. Ή Άνοιξη πως κατεβάζει μια ψύχρα μιαν Ανατριχίλα!».
Η έλευση της άνοιξης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, δεν διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο στη βελτίωση της ψυχο-συναισθηματικής κατάστασης.
Είναι η έλευση της αυτή που συμβάλλει στην ενθύμηση της παρούσας κατάστασης, που προκαλεί τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, που επιφέρει μία «Ανατριχίλα».
Τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως, ποιητικώ τω τρόπω, οι υποσχέσεις και οι προσδοκίες που γεννά, περισσότερο τρομάζουν, ακινητοποιούν ψυχο-συναισθηματικά, από την στιγμή όπου θέτουν στο επίκεντρο το ενδεχόμενο οι προσδοκίες ενός ατόμου να μην εκπληρωθούν. Να μην βρουν αντίκρισμα. Το διακύβευμα εδώ, είναι το αποφευχθεί η έκθεση στον άλλο, στο άγνωστο που αυτός εμπεριέχει, διότι ελλοχεύει ο φόβος της συμβολικής «αποκαθήλωσης».
Η αίσθηση της απώλειας που αυτή την φορά έχει την μορφή του θανάτου, αναδεικνύεται στο ποίημα ‘Ερειπίων Λάφυρα,’ εκεί όπου η επίκληση της μνήμης δεν αρκεί για να παρηγορήσει, για να καταλαγιάσει. Aυτό που επικρατεί είναι ο θάνατος και ό,τι ακολουθεί.
Η χρήση συγκεκριμένων λέξεων (και το «ερειπωμένο πατρικό» αναδύει μία τέτοια αίσθηση), επιτείνουν αυτό το κλίμα θανάτου. «Χορτάρια και ξεράθηκαν οι πεθαμένοι καίγονται πρόθυμα τη μνήμη λαμπαδιάζουν πληθαίνουν πλίνθοι τον σωρό σκιές τυρβάζουν. Στο ερειπωμένο πατρικό ποιος περιμένει; Πυρώνει η πέτρα μες στου ήλιου τη δαγκάνα σε ξύλο άρμενο την πίκρα που παστώνει σαράκι έσκαψε μεσημεριού ραστώνη νόστος σαν στάλαξε στου τέλους την αλάνα.
Καμπάνα ήχησε πουλί σταματημένο ρίχτηκε θάνατος στη μνήμη βουτηχτάρης. Χρυσάφι φίλημα στο στόμα ο βαρκάρης όσο κοστίζει η ζωή στον διψασμένο. Πηγάδι δίψασε του αγκαθιού το άνθος η μέρα στέγνωσε στου σκοταδιού το βάθος». Εκτός από σειρά ομοιοκατάληκτων ποιημάτων, η ποιήτρια χρησιμοποιεί και εκφράσεις και λέξεις ποιητικές, όπως είναι εδώ η λέξη ‘βουτηχτάρης.’
Η λέξη (το βουτηχτάρι είναι υδρόβιο πτηνό, ενώ ο βουτηχτάρης μπορεί να είναι αυτός που βουτά στο νερό την ημέρα των Θεοφανίων για την ανέγερση του σταυρού), ανασημασιοδοτείται διακριτικά, ώστε να φανεί το ό,τι η ποιήτρια, ως άλλος ‘βουτηχτάρης,’ θα ‘βουτήξει’ μέσα στη μνήμη της δική της (όχι μέσα στη ζωή του άλλου), για να ανασύρει στην επιφάνεια, όσο επώδυνο είναι αυτό, εικόνες και στιγμές που πρέπει να ‘διασωθούν’ από την οριστική λήθη. Πριν το πέρασμα του χρόνου σκεπάσει τα πράγματα.
Οι διάσπαρτες μνημονικές αναφορές εντός της ποιητικής συλλογής που δεν προσιδιάζει σε κανένα σημείο στην αμφισημία, που δεν καθιστά τον έρωτα πράξη αντίστασης, που δεν φωνάζει ‘είμαι εδώ,’ μοιάζουν να προετοιμάζουν το έδαφος για το τελικό επιμύθιο, στο οποίο η μνήμη και δη η ατομική-παιδική μνήμη κατέχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Στο επιμύθιο εμφανίζονται για πρώτη φορά εντός συλλογής ονόματα, που το κάθε ένα έχει όσο αξία του προσδίδει η ποιήτρια (ο θάνατος εδώ, συμβολικά και μη, καθίσταται σκληρός: ‘Στοιχειώνει’ την μνήμη). ‘Στου Ζερβού, ξανά,’ λειτουργεί το γλωσσικό σχήμα της παρομοίωσης το οποίο και θα υπογραμμίσουμε.
Όπως γύρω από η «συκιά με τα μεγάλα μακρουλά κλαδιά χαμηλωμένα» διαμορφώθηκαν εικόνες και αφηγήσεις, έγινε κατανοητή ως έναν βαθμό η αίσθηση του χρόνου, δομήθηκαν προσωπικές σχέσεις, έτσι και οι ‘Εκπνοές νερού’ καθίστανται μία συμβολική «συκιά» στα αναρριχώμενα κλαδιά της οποίας η ποιήτρια τοποθετεί ό,τι θέλει να τοποθετήσει. Mνήμες, εικόνες, λάθη, ολοκληρωμένα και ανολοκλήρωτα εγχειρήματα.