Το τελευταίο χρονικό διάστημα, οι ανακοινώσεις περί δημοσκοπικών αποτελεσμάτων πληθύνθηκαν. Προεκλογικό έτος, γαρ. Η καθεστηκυία τάξη των ημεδαπών media επιχαίρει για το κυβερνητικό προβάδισμα.
Τα, φίλα προσκείμενα στην αντιπολίτευση, μέσα ενημέρωσης εκφράζουν υπόνοιες για μεροληψία των εταιριών που διενεργούν τις σφυγμομετρήσεις. Τι χες Γιάννη τι είχα πάντα! Η εγχώρια νόρμα πολιτικής συμπεριφοράς απαιτεί οι συζητήσεις να γίνονται για τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων και όχι για τους λόγους που οδηγούν το εκλογικό σώμα σε συγκεκριμένες επιλογές. Συζητάμε τι ψηφίζουν (όσοι τελικά ψηφίζουν σε τούτο τον τόπο) και όχι γιατί κάνουν τη συγκεκριμένη επιλογή.
Οι πολιτικές δημοσκοπήσεις μπορεί να τυγχάνουν μεγαλύτερης δημοσιότητας, αλλά είναι έννοια είδους. Οι «έρευνες της κοινής γνώμης» – για κάθε θέμα, όχι μόνον πολιτικό – είναι η «έννοια γένους». Προϋπόθεση της ύπαρξης τέτοιων ερευνών είναι η δημοκρατία και η ελευθερία. Σε ανελεύθερα καθεστώτα ουδείς ενδιαφέρεται για την άποψη των πολλών. Αρκεί η κυριαρχία των λίγων. Περαιτέρω, από πολιτικής άποψης, η δημοκρατία είναι η μήτρα των αντίστοιχων ερευνών.
Η άποψη των πολλών κάποια στιγμή επικρατεί μέσα από μια εκλογική διαδικασία. Τα «θέλω» των πολλών έχουν βαρύνουσα σημασία γιατί έτσι διαμορφώνεται το εκλογικό αποτέλεσμα. Συνεπώς, δίχως αντιπροσωπευτική δημοκρατία, καθολική ψηφοφορία, τη σύνθεση του ιδεολογήματος της κοινής γνώμης (περί ιδεολογήματος πρόκειται, αλλά τούτο θα αναλυθεί άλλη φορά), την εξέλιξη της στατιστικής θεωρίας και τη χρήση των τεχνολογιών, οι δημοσκοπήσεις δεν θα υπήρχαν.
Για ποιο λόγο, όμως, όσοι τις παραγγέλνουν και τις δημοσιεύουν εμμένουν στα ποσοτικά στοιχεία και όχι στα ποιοτικά; Προφανώς, η δημοσκόπηση ως «εικόνα της στιγμής» στέλνει μηνύματα στους πολιτικούς δρώντες, ενώ σε μεγάλο βαθμό – ιδίως τις τελευταίες ημέρες πριν τις εκλογές – συνδιαμορφώνει το τελικό αποτέλεσμα (υπάρχει η συμπαθής τάξη των συμπολιτών μας που πάντοτε θέλουν απλώς «να είναι με το γκουβέρνο»). Ακόμη πιο σημαντικό, όμως, είναι να γνωρίζουμε ποια η άποψη των εκάστοτε ψηφοφόρων για διάφορα ζητήματα (πχ ποια η άποψη των ψηφοφόρων της Ελληνικής Λύσης για τις «γυναικοκτονίες» και ποια εκείνων πουν επιλέγουν ΚΚΕ ή ΣΥΡΙΖΑ;)
Η ανωτέρω παρατήρηση δεν σχετίζεται μόνο με την «αξία» των δημοσκοπήσεων, αλλά και την ορατή χειραγωγική τους χρήση. Κάποιοι συνειδητά εμμένουν στα ποσοτικά στοιχεία γιατί τα ποιοτικά θα αναδείκνυαν κρυμμένους σκελετούς ιδίως στα ντουλάπια των «πολυσυλλεκτικών» παρατάξεων υπονομεύοντας το συλλογικό αφήγημά τους.
Το μόνον βέβαιο είναι ότι μετά από δεκαετίες πρωταγωνιστικού τους ρόλου στην πολιτική ζωή του τόπου, η ελληνική πολιτεία δεν δημιούργησε ένα συνεκτικό θεσμικό πλαίσιο ρύθμισης και ελέγχου της μεθοδολογίας και της δεοντολογίας των ερευνών, αφήνοντας την αυτορρύθμιση ως μοναδική επιλογή για τις εταιρίες που δραστηριοποιούνται στο χώρο.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι οι δημοσκοπήσεις ενίοτε συμβάλλουν στον εφησυχασμό ίσως και στην αλαζονεία του «εκάστοτε πρώτου» είτε είναι νυν κυβέρνηση είτε σε αναμονή. Συνήθως, το εκλογικό αποτέλεσμα εμφανίζεται ως «αυτοεκπληρούμενη προφητεία», αλλά η παραγωγή πολιτικού έργου και λόγου υποχωρεί εμφανώς.
Ίσως βιώνουμε αντίστοιχες στιγμές βλέποντας τους πολιτικούς πρωταγωνιστές του τόπου να επιδίδονται σε διαξιφισμούς που περισσότερο σχετίζονται με τα αποτελέσματα των γκάλοπ παρά με την αναποτελεσματικότητα των πολιτικών επιλογών τους είτε είναι στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση (μείζονα και ελάσσονα).
Έτσι, όμως, ο απλός αναγνώστης των ερευνών κοινής γνώμης δε βρίσκει τις απαντήσεις που ζητεί. Μας ενδιαφέρει μόνον ποιος είναι «πρώτος» ή για ποιους λόγους η συντριπτική πλειοψηφία των συμπολιτών μας δεν ψηφίζουν καν στις εκλογές; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά εκείνων που ψηφίζουν και ποια όσων συνειδητά απέχουν; Και τίνι τρόπο αυτό μπορεί να αλλάξει;