O πρόεδρος του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) Αλέξης Τσίπρας, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο Κοινοβούλιο, υπέβαλλε πρόταση μομφής προς την κυβέρνηση, με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις στην υπόθεση των υποκλοπών.
Που εν προκειμένω προκλήθηκαν από τις πρωτοβουλίες που έλαβε ο πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), Χρήστος Ράμμος.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η πρόταση επέφερε κάποια έκπληξη, καθότι όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, δεν υπήρξαν, από πλευράς του ΣΥΡΙΖΑ και των στελεχών του, αναφορές στο ενδεχόμενο υποβολής της.
Ποιοι μπορεί να είναι όμως οι λόγοι που οδήγησαν τον ΣΥΡΙΖΑ να στραφεί σε αυτό το κοινοβουλευτικό ‘εργαλείο,’ εντάσσοντας το εντός της «κομματικής στρατηγικής» (βλέπε την ανάλυση του Κώστα Ελευθερίου) του έτσι όπως διαμορφώνεται αυτή την περίοδο; Κινούμενοι κατά βάση σε ένα θεωρητικό-πολιτικό πλαίσιο, θα καταγράψουμε κάποιους παράγοντες.
Ο πρώτος παράγοντας που ώθησε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υποβάλλει πρόταση δυσπιστίας, είναι η βαθύτερη επιθυμία του να συγκροτηθεί ένα ευρύτερο κοινοβουλευτικό-αντιπολιτευτικό μέτωπο (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, ΚΚΕ, ΜΕΡΑ 25), το οποίο για όσο χρονικό διάστημα θα διαρκέσει η σχετική συζήτηση, θα ασκεί έντονες πιέσεις στην κυβέρνηση για το θέμα των υποκλοπών-παρακολουθήσεων, εξωθώντας την σε θέση άμυνας δια της αμφισβήτησης της δέσμευσης της κυβέρνησης στην υπεράσπιση και στη διασφάλιση των δημοκρατικών θεσμών και του κράτους δικαίου.
Όμως εδώ ενσκήπτει το πρώτο πρόβλημα: Πως μπορεί να διαμορφωθεί ένα τέτοιο αντιπολιτευτικό μέτωπο από την στιγμή όπου οι κομματικές στρατηγικές των κομμάτων της αντιπολίτευσης δεν συγκλίνουν και το καθένα θα προσέλθει στη συζήτηση από διαφορετική αφετηρία; Θα θέσει διαφορετικούς στόχους;
Για παράδειγμα, είναι απολύτως λογικοί οι στοχεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ και του κόμματος ΜΕΡΑ 25 του άλλοτε υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη να αποκλίνουν δραστικά, από την στιγμή όπου το δεύτερο μπορεί να αντιληφθεί την όλη κοινοβουλευτική διαδικασία και συζήτηση ως ‘ευκαιρία’ για τη διαμόρφωση, με καταληκτικό ορίζοντα την πραγματοποίηση των βουλευτικών εκλογών, μίας «στρατηγικής επιβίωσης», σύμφωνα με τη διατύπωση των Νίκου Μαραντζίδη και Στάθη Καλύβα;
Λόγω του ό,τι είναι το κόμμα που σύμφωνα με τα δημοσκοπικά ευρήματα φαίνεται να πιέζεται περισσότερο από τα υπόλοιπα (κυρίως την ‘Ελληνική Λύση’ του Κυριάκου Βελόπουλου), ως προς την είσοδο του στην επόμενη Βουλή;
Ο δεύτερος παράγοντας ή αλλιώς, λόγος που οδήγησε στην επένδυση σε μία τέτοια επιλογή, έχει να κάνει με την πρόθεση του προέδρου του κόμματος (και των κοινοβουλευτικών του στελεχών), να εμπλακεί σε μία άμεση και ‘συγκρουσιακή’ αντιπαράθεση με τον πρωθυπουργό και αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκο Μητσοτάκη, ώστε να καταφέρει να ενισχύσει ποιοτικά το δυνάμει ‘πρωθυπουργικό’ του προφίλ εν όψει της επίσημης έναρξης της προεκλογικής περιόδου. Επενδύοντας σε συγκεκριμένα πολιτικά διλήμματα.
Μέσω μίας τέτοιας κίνησης, ο Αλέξης Τσίπρας επιδιώκει να φανεί ως καθαυτό ‘θεσμικός παίκτης’, ως ένας πολιτικός ηγέτης που ‘υπερασπίζεται τη δημοκρατία και τους κανόνες που τη διέπουν,’ στοχεύοντας στο να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την προσέλκυση Κεντρώων και μετριοπαθών ψηφοφόρων, ιδίως των πλέον αμφιταλαντευόμενων μεταξύ αυτών.
Αμφιταλαντευόμενων μεταξύ τριών κομμάτων, ήτοι της Νέας Δημοκρατίας, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, το οποίο αποκτά, ανέλπιστα ίσως, την ευκαιρία να καταστεί «κόμμα επιλογής», προσφέροντας σε μία ευρεία μάζα εκλογέων, λόγους για να το επιλέξουν (και όχι να ταυτιστούν απαραίτητα μαζί του), στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές.
Ο τρίτος παράγοντας που εντοπίζουμε έχει σχέση με την επιδίωξη του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ποιος ο ρόλος της Πόπης Τσαπανίδου στην γνωστοποίηση των θέσεων του κόμματος; ), να συν-διαμορφώσει την πολιτική ατζέντα της περιόδου που διανύουμε, αποκτώντας την δυναμική που δεν του προσέφεραν (είναι τουλάχιστον άτοπο να καλέσουν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που θα λάβουν τον λόγο, στην πραγματοποίηση διαδηλώσεων διαμαρτυρίας κατά της κυβέρνησης), ζητήματα όπως η ενεργειακή επισφάλεια.
Βέβαια, δεν πρέπει να προδικάζεται πως ο βαθμός της πόλωσης που μπορεί να επικρατήσει εντός Κοινοβουλίου, μεταξύ πολιτικών κομμάτων, θα είναι ίδιος με αυτόν που θα επικρατήσει κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.