Η Συνθήκη του Μπρεστ – Λιτόφσκ συνομολογήθηκε στις 3 Μαρτίου του 1918 στην ομώνυμη πόλη της Λευκορωσίας μεταξύ της Μπολσεβικικής Ρωσίας (Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία) και των Κεντρικών δυνάμεων κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η συνθήκη αυτή χαρακτηρίστηκε επίσης και ως «συνθήκη άνευ προσαρτήσεων – άνευ αποζημιώσεων». Της υπογραφής της συνθήκης αυτής είχε προηγηθεί, ένα μήνα πριν, ομώνυμη συνθήκη με την Ουκρανία (Συνθήκη του Μπρεστ – Λιτόφσκ (Φεβρουαρίου 1918)).
Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 και συνεχιζόμενου του μεγάλου πολέμου η Ρωσία ουσιαστικά εξήλθε από τη συμμαχία της Αντάντ. Μετά την ανατροπή υπό των Μπολσεβίκων της κυβέρνησης Α. Κερένσκυ (7 Νοεμβρίου 1917), οι ίδιοι προ της μεγάλης πίεσης των γερμανικών στρατευμάτων έριξαν το σύνθημα για σύναψη ειρήνης «άνευ προσαρτήσεων – άνευ αποζημιώσεων». Έτσι στις 28 Νοεμβρίου του 1917 πρότειναν στους Γερμανούς ανακωχή η οποία και συνάφθηκε στις 15 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
Οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη ειρήνης σχεδόν «άνευ όρων» εκ μέρους των Ρώσων άρχισαν στη πόλη Μπρεστ – Λιτόφσκ πλην όμως ενώ αρχικά τους όρους αυτούς αποδέχθηκαν οι Κεντρικές Δυνάμεις ετέθη όρος της συνομολόγησης εντός 10 ημερών. Στις εκκλήσεις δε του Ρώσου επιτρόπου επί των εξωτερικών Λέοντος Τρότσκι για συντόμευση, λόγω των εσωτερικών προβλημάτων δεν δόθηκε απάντηση και οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν. Αυτό υπήρξε επ’ ωφελεία των Κεντρικών Δυνάμεων διότι διέβλεπαν πλέον την πλήρη αδυναμία της ρωσικής άμυνας, προκειμένου έτσι να θέσουν περισσότερους όρους.
Οι διαπραγματεύσεις ξανάρχισαν πολύ χαλαρά στις 4 Ιανουαρίου του 1918, πλην όμως είχε αρχίσει μια γενικευμένη προέλαση των γερμανικών δυνάμεων σε όλο το μήκος του μετώπου. Ο Τρόσκυ τότε αρνήθηκε ν΄ αναγνωρίσει τα νέα κράτη της Βαλτικής που καταλάμβαναν οι Γερμανοί απωθώντας συνέχεια του Ρώσους μέχρι που ο ίδιος δήλωσε μονομερώς στις 10 Φεβρουαρίου του 1918 ότι ο πόλεμος τελείωσε, χωρίς να έχει συνομολογηθεί κάποια συνθήκη ή άλλη διαβούλευση.
Παρά ταύτα στις 18 Φεβρουαρίου οι Γερμανοί αρχίζουν νέες εχθροπραξίες με γενικές εφόδους σ΄ όλο το μέτωπο, όπου κάτω πλέον από την επιμονή και του Λένιν οι διαπραγματεύσεις επαναλήφθηκαν σοβαρότερα όπου και τελικά συνομολογήθηκε η σχετική συνθήκη ειρήνης στις 3 Μαρτίου του 1918.
Όροι συνθήκης
Τα ρωσικά εδάφη που πέρασαν στις Κεντρικές Δυνάμεις μετά την υπογραφή της συνθήκης
Με τη Συνθήκη Μπρεστ – Λιτόφσκ καθορίστηκαν αρχικά τα ακόλουθα:
1. Παράδοση στις Κεντρικές Δυνάμεις της Καρελίας, της Λιθουανίας και της Πολωνίας.
2. Εκκένωση υπό των ρωσικών στρατευμάτων της Λετονίας, της Εσθονίας, της Φινλανδίας και των νήσων Ώλαντ.
3. Εκκένωση της Ουκρανίας και αναγνώριση υπό των Ρώσων της πρότερης συνθήκης Κεντρικών Δυνάμεων και Ουκρανίας που είχε συνομολογηθεί, πριν ένα μήνα, με τις Κεντρικές Δυνάμεις (από 9 Φεβρουαρίου του 1918).
4. Παράδοση της Υπερκαυκασίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
5. Κατάπαυση κάθε μπολσεβικικής προπαγάνδας εντός των παραπάνω εδαφών των Κεντρικών Δυνάμεων.
* Η συνθήκη Μπρεστ – Λιτόφσκ υπήρξε ιδιαίτερα επώδυνη για τη Ρωσία, την άλλοτε τσαρική αυτοκρατορία, από την οποία αφαίρεσε περίπου το ένα τέταρτο των εδαφών, μετά του πληθυσμού των και σε ίδιο ποσοστό του συνόλου της βιομηχανίας της, καθώς και το ένα δέκατο του συνόλου των πλουτοπαραγωγικών πηγών, ανθρακωρυχείων κ.λπ. Λόγω δε των εσωτερικών γεγονότων και της ασκούμενης προπαγάνδας ελάχιστη εντύπωση έκανε αυτή στους Ρώσους.
* Τα παράλογα εδαφικά κέρδη της Γερμανίας από τη Συνθήκη Μπρεστ – Λιτόφσκ σε έναν πόλεμο που δεν μπορούσαν να κερδηθεί στο πεδίο των μαχών, αποτελούν ένα από τα ισχυρότερα ιστορικά επιχειρήματα ότι η χρηματοδότηση του ασήμαντου ως τότε κόμματος των Μπολσεβίκων και ο ύποπτος ρόλος του Λένιν αποτελούσε στρατηγικό σχέδιο της Γερμανίας. Μετατρέποντας μερικές λαϊκές διαδηλώσεις σε ολοκληρωτικό εμφύλιο δημιούργησαν τον αντιπερισπασμό που χρειάζονταν για να καμφθεί η Ρωσική προέλαση. Ενώ εγκαθιδρύοντας έναν Γερμανό πράκτορα στην εξουσία της Ρωσίας που θα αποδέχονταν οτιδήποτε τους ζητούσαν, η Γερμανία αποκτούσε πια τον έλεγχο της Ανατολικής Ευρώπης και των πετρελαίων της Μαύρης θάλασσας.
* Συνέχεια αυτής της συνθήκης συνομολογήθηκε τον Αύγουστο του 1918 άλλη συνθήκη δια της οποίας υποχρεώθηκε η Ρωσία να καταβάλει στη Γερμανία έξι δισεκατομμύρια χρυσά μάρκα.
* Στη συνομολόγηση της συνθήκης που συντάχθηκε σε πέντε γλώσσες (κατά σειρά: γερμανικά, ουγγρικά, βουλγαρικά, τουρκικά και ρωσικά), έλαβαν μέρος, εκ μέρους των Κεντρικών Δυνάμεων, εκπρόσωποι της Γερμανικής, της Αυστροουγγρικής, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Βουλγαρίας, μεταξύ των οποίων ο Γερμανός στρατηγός Μαξ Χόφμαν, ο Ταλαάτ πασάς, ο Πρίγκιπας Λεοπόλδος της Βαυαρίας κ.ά. και εκ μέρους της Ρωσίας μια ολιγομελής ομάδα Μπολσεβίκων.
* Η Συνθήκη αυτή δημιούργησε πολύ μεγάλο πρόβλημα στις Δυνάμεις της Αντάντ, δεδομένου ότι μετά τη συνομολόγηση αυτή οι Γερμανοί έστρεψαν τις δυνάμεις τους στο δυτικό μέτωπο εκμηδενίζοντας ακόμα και τις συμμαχικές δυνάμεις που έμεναν στη Βαλκανική σχεδόν απομονωμένες.
* Μετά την ήττα τους στον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, κατά τη διαπραγμάτευση της συνθήκης των Βερσαλιών, οι Γερμανοί προσπάθησαν να διαμαρτυρηθούν ότι οι όροι που τους επέβαλαν ήταν υπερβολικά σκληροί, αλλά οι Γάλλοι διπλωμάτες τους θύμισαν ότι ήταν πολύ πιο γενναιόδωροι από τους ιδιαίτερα απεχθείς όρους που είχαν επιβάλει στους Ρώσους με τη Συνθήκη Μπρεστ – Λιτόφσκ.
* Με την πολιτική του Λένιν στο ζήτημα της χωριστής ειρήνης Ρώσων-Γερμανών εν μέσω του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου διαφώνησε η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Η Λούξεμπουργκ θεωρούσε ότι το ζήτημα της ειρήνης είχε μπει σωστά από τους μπολσεβίκους ως σύνθημα κατά της κυβέρνησης του Κερένσκι. Όμως το σύνθημα είχε ως στόχο την πλήρη και ολοκληρωτική ειρήνευση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και όχι την μερική, χωριστή ειρήνη που ενίσχυε τον γερμανικό ιμπεριαλισμό και οδηγούσε στην παράταση του πολέμου. Θεωρούσε ότι η πρακτική της ξεχωριστής ειρήνης βασιζόταν στην αντίληψη που διακατείχε τον Λένιν ότι θα μπορούσε να χτιστεί «σοσιαλισμός σε μία χώρα.»
Πηγή: el.wikipedia.org
Στις 3 Μαρτίου του 1918 υπεγράφη το τρίτο μέρος της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ ανάμεσα στην μπολσεβικική Ρωσία και τις Κεντρικές Δυνάμεις, τη Γερμανία και τους συμμάχους της, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η νεοσύστατη Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία παρέδιδε στα χέρια του αντιπάλου τεράστια εδάφη.
Οι περιοχές των πόλεων της Υπερκαυκασίας Καρς και Αρνταχάν, με πολυάριθμους χριστιανικούς πληθυσμούς (κυρίως Αρμενίους, Έλληνες και Ασσυρίους), μετά από σαράντα χρόνια παραμονής στα εδάφη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας παραδόθηκαν στους Τούρκους.
Από τον Απρίλιο του 1916, μέρος της Ρωσίας αποτελούσε και το βιλαέτι της Τραπεζούντας. Την εξουσία στην περιοχή ασκούσε ο μητροπολίτης Χρύσανθος. Ο επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων Τζεμάλ Αζμί, κατά την αποχώρησή του από την Τραπεζούντα θεώρησε σκόπιμο και δίκαιο να παραχωρήσει επίσημα την εξουσία στα χέρια του Έλληνα δεσπότη. Την ελληνική τοπική Αρχή την δέχτηκαν και οι Ρώσοι. Με τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ η θρυλική Τραπεζούντα ξαναγύρισε στα χέρια των Τούρκων κατακτητών, όπως και όλος ο Ανατολικός Πόντος.
Η παραχώρηση των εδαφών στην Υπερκαυκασία και τον Πόντο έγινε στο πλαίσιο μιας ευρύτερης απόφασης.
Η τελευταία ελπίδα
Στις 3 Μαρτίου του 1918 ο ελληνισμός του Πόντου έχασε το τελευταίο του προπύργιο στην πάτρια γη. Μαζί με τα ρωσικά στρατεύματα, από τις πατρογονικές εστίες έφυγαν δεκάδες χιλιάδες Έλληνες συμπληρώνοντας τον ήδη μεγάλο αριθμό προσφύγων στον Καύκασο και τα βόρεια παράλια της Μαύρης Θάλασσας.
Η προσπάθεια της ποντιακής ηγεσίας εκείνης της εποχής να φέρει πίσω τον ελληνικό πληθυσμό είχε πρόσκαιρη και μερική επιτυχία. Το 1919, μετά την προέλαση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, 100.000 Πόντιοι γύρισαν στα σπίτια τους. Ο πατριωτισμός τους όμως έστειλε πολλούς από αυτούς στο θάνατο από τα χέρια των κεμαλιστών.
Το 1923, μετά τη Συνθήκη της Λοζάνης, ο εναπομείνας ελληνικός πληθυσμός του Πόντου αναγκάστηκε για πολλοστή φορά να πάρει το δρόμο της προσφυγιάς και να εγκατασταθεί στην Ελλάδα.
Πηγή: pontos-news.gr