Οι κίνδυνοι στην οικονομία από την σύγκρουση στην Μέση Ανατολή
Μια νέα ενεργειακή κρίση, η οποία θα επαναφέρει τον πληθωρισμό στα επίπεδα του 2022 και τις Κεντρικές τράπεζες να αναβάλλουν επ’ αόριστο την μείωση επιτοκίων είναι το χειρότερο σενάριο για την “επόμενη” μέρα της επίθεσης του Ιράν στο Ισραήλ.
Στην παρούσα φάση, είτε το Ισραήλ αποφασίσει να ακούσει τις προτροπές των ΗΠΑ αλλά και τις έμμεσες προτροπές των αραβικών κρατών της περιοχής για μια περιορισμένο χτύπημα, είτε αποφασίσει μια πιο “δυναμική” απάντηση η ένταση στην περιοχή έχει ήδη κλιμακωθεί. Αψευδής μάρτυς η ανησυχία της αγοράς που ανέβασε τη διεθνή τιμή του πετρελαίου κατά 7,9% σε ένα μήνα στα 90,4 δολάρια το βαρέλι στα τέλη Μαρτίου από 80 ευρώ που ήταν το πρώτο 10μήμερο του Φεβρουάριου. Πλέον όλα θα κριθούν από τη διάρκεια και την κλιμάκωση που θα έχει η ένταση στη Μέση Ανατολή πριν επανέλθουμε στο καθεστώς πριν από την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ τον περασμένο Οκτώβριο.
Ωστόσο, οι πρώτες συνέπειες για την Ελλάδα έχουν ήδη καταγραφεί από τον Μάρτιο. Η Ευρωζώνη είχε μείωση του πληθωρισμού τον περασμένο μήνα στο 2,4% από 2,6% το Φεβρουάριο, ενώ η Ελλάδα είχε επιτάχυνση στο 3,4% από 3,1% αντίστοιχα κυρίως λόγω του πετρελαίου. Αν επαληθευτούν τα σενάρια τα οποία υπάρχουν από τα μέσα Μαρτίου για τιμή πετρελαίου στα 100 δολάρια μπορούμε να δούμε τον πληθωρισμό ξανά πάνω από το 4%. Τούτο, με δεδομένο ότι η Ελλάδα είναι ακόμη πολύ εξαρτημένη από τη χρήση πετρελαίου και των τελικών προϊόντων του, δηλαδή της βενζίνης που έφτασε από το Μάρτιο τα 2 ευρώ και του πετρελαίου κίνησης. Μια ανάσα από την έναρξη της τουριστικής περιόδου, μια απότομη άνοδος των τιμών του πετρελαίου, μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω στις τιμές για Έλληνες και τουρίστες. Τούτο διότι η διατήρηση των υγρών καυσίμων σε υψηλές τιμές θα δημιουργούσε “σπιράλ” αυξήσεων σε όλα τα αγαθά – των τροφίμων μη εξαιρουμένων – και των υπηρεσιών του “καλαθιού” του πληθωρισμού.
Οι εξωγενείς κίνδυνοι
Αν έχουμε πιο ακραία κλιμάκωση, με την έννοια του αποκλεισμού από το Ιράν (με την συνέργεια των Χουθι της Υεμένης) των στενών του Ορμούζ, θα πρέπει να περιμένουμε μια πιο γενικευμένη ενεργειακή κρίση, αφού πλέον θα έχει τεθεί σε κίνδυνο το 20% του παγκόσμιου εμπορίου. Σε μια τέτοια περίπτωση θα έχουμε μια κλιμάκωση των τιμών όχι μόνο του πετρελαίου αλλά και του φυσικού αερίου που θα φέρει σε ανοδική τροχιά τον πληθωρισμό της Ευρώπης. Μια τέτοια εξέλιξη θα έχει δύο σοβαρές συνέπειες και για την Ευρωζώνη αλλά και για την Ελλάδα:
– Η πρώτη είναι ότι η ΕΚΤ θα αναστείλει κάθε συζήτηση για αποκλιμάκωση των επιτοκίων του ευρώ. Οι επενδύσεις θα υποχωρούσαν στη ζώνη ευρώ και άρα και το ΑΕΠ. Η Ελλάδα η οποία αναμένει φέτος επενδύσεις 37 δισ. βασίζεται κυρίως στο ΠΔΕ των 12,2 δισ.. Στο μεγαλύτερο μέρος το πρόγραμμα χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ το οποία απαιτεί και συμπληρωματικό τραπεζικό δανεισμό. Η δυσκολία δανεισμού θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναβολή επενδύσεων. Επίσης, θα είχε απώλειες σε επενδύσεις σε real estate οι οποίες είναι σταθερός τροφοδότης του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, το υψηλό κόστος χρήματος θα είχε συνέπειες και την ιδιωτική κατανάλωση η οποία εξακολουθεί να παράγει το 60% του ΑΕΠ. Όλα αυτά, χωρίς να υπολογίζει κανείς ότι η πίεση στις εμπορικές τράπεζες όλης της Ευρώπης, οι οποίες επί 8 χρόνια έδιναν δάνεια με κυμαινόμενα επιτόκια βασισμένα σε μηδενικά επιτόκια του ευρώ, θα μπορούσε να οδηγήσει σε κρίση κόκκινων δανείων.
– Η δεύτερη εξωγενής συνέπεια είναι ότι ο άμεσος εμπορικός εταίρος της Ελλάδας, η Ευρωζώνη, θα έμπαινε επίσημα σε στασιμοπληθωρισμό. Ανάπτυξη μηδενική ή αρνητική, υψηλά επιτόκια και υψηλό πληθωρισμό. Αυτό θα είχε συνέπειες και στις εξαγωγές αγαθών αλλά και στο “καλό χαρτί” της ελληνικής οικονομίας, τον τουρισμό. Τούτο με δεδομένο ότι ο μεγαλύτερος αριθμός τουριστών που δέχονται κάθε χρόνο οι τουριστικοί προορισμοί της χώρας έρχονται από χώρες της Ευρώπης. Οι απώλειες στο κομμάτι του τουρισμού όπως έδειξε η κρίση του κορονοϊού είναι δυσαναπλήρωτες για την ελληνική οικονομία.