Συμπληρώθηκαν 79 χρόνια από εκείνη την αποφράδα ημέρα 2 Σεπτεμβρίου 1944, κατά την οποία τα ναζιστικά τέρατα, έκαψαν ζωντανούς στο Χορτιάτη 149 κατοίκους του, δίνοντας στην ανθρωπότητα ένα ακόμη δείγμα της «νέας τάξης πραγμάτων» που ο ναζισμός και ο χιτλεροφασισμός ήθελαν να επιβάλουν στην ανθρωπότητα.
Μαύρη ημέρα η 2η Σεπτεμβρίου για τον Χορτιάτη. Η ημέρα που επρόκειτο να καθιερώσει τους κατοίκους του στην Ελληνική Ιστορία ως μάρτυρες της ναζιστικής λαίλαπας, που στο πέρασμά της δεν άφησε τίποτε όρθιο, ούτε και σεβάστηκε την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια. Εβδομήντα οκτώ χρόνια μετά, οι μνήμες των κατοίκων της κοινότητας και των συγγενών όσων είχαν γνωρίσει τη μήνη του Τρίτου Ράιχ στο ολοκαύτωμα του Χορτιάτη, παραμένουν άσβεστες.
Εισβάλουν οι Ναζί
Το πρωί της 2ης Σεπτεμβρίου του 1944 μια ομάδα ανταρτών χτυπά ένα γερμανικό τζιπ, στα βόρεια του Χορτιάτη, που ήταν γνωστό ορμητήριο των ανδρών του 31ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Στη μάχη που ακολουθεί, σκοτώνεται ένας Γερμανός στρατιώτης και τραυματίζονται άλλοι τρεις.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, μια φάλαγγα 32 γερμανικών αυτοκινήτων ανηφορίζει προς το χωριό. Με πυροβολισμούς σκορπά τον θάνατο και τον τρόμο. Επικεφαλής τους ο γνωστός αιμοδιψής αξιωματικός των Ες-Ες, Φριτς Σούμπερτ, συνοδευόμενος από τους υπασπιστές του, ταγματασφαλίτες Καπετανάκη και Γερμανάκη.
Οι Γερμανοί, συγκεντρώνουν τους κατοίκους του χωριού στην πλατεία, υποσχόμενοι ότι κανείς δεν θα πάθει τίποτε. Δε μένουν, όμως, ικανοποιημένοι από τον αριθμό των κατοίκων που υπακούουν και αρχίζουν να ερευνούν τα σπίτια, να σέρνουν ηλικιωμένους και γυναικόπαιδα και να σκοτώνουν τους κατάκοιτους που δε μπορούσαν να μεταβούν στην πλατεία.
Στο φούρνο του Γκουραμάνη
Ανακρίνουν τον πληθυσμό του χωριού για τους υπεύθυνους της πρωινής ενέδρας. Αρχηγείο του Σούμπερτ γίνεται ο φούρνος του Γκουραμάνη, μελλοντικό κρεματόριο των κατοίκων του Χορτιάτη. Η ανάκριση, όμως, δεν έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο Σούμπερτ εξοργίζεται και τον θυμό του πληρώνουν στην αρχή ο ιερέας του χωριού, που προσπάθησε να τον κατευνάσει μαζί με τον πρόεδρο του χωριού, και οι δύο κόρες του, που πριν ξεψυχήσουν πέρασαν από φρικτά βασανιστήρια.
Ο θάνατος τους, όμως, δεν είναι αρκετός για τους εγκληματίες του Τρίτου Ράιχ. Δίνεται η διαταγή του αφανισμού του χωριού. Οι άνδρες του Σούμπερτ συγκεντρώνουν τους κατοίκους στο φούρνο του Γκουραμάνη και στο σπίτι ενός κατοίκου, του Νταμπούδη. Βάζουν φωτιά.
Και ο Χορτιάτης αποκτά το δικό του κρεματόριο, ισάξιο σε κτηνωδία με τους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς και του Νταχάου. Ούτε και αυτό, όμως, ήταν αρκετό. Αρχίζουν να λεηλατούν και να καίνε τα σπίτια. Οι φλόγες ξαπλώνονται σε όλο το χωριό. Η καταστροφή έχει συντελεστεί. Και το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη περνά στην Ιστορία με πύρινα γράμματα
Η μαρτυρία του Γιώργου Φαρσακίδη
Παραθέτουμε στη συνέχεια τη σημαντική μαρτυρία του αείμνηστου χαράκτη και πεζογράφου, Γιώργου Φαρσακίδη, που μετείχε στην αντάρτικη διμοιρία του ΕΛΑΣ, με επικεφαλής τον Βάϊο Ρικούδη, η οποία πραγματοποίησε την επίθεση, κατά γερμανικού αυτοκινήτου, γεγονός που έδωσε το πρόσχημα στους Ναζί κατακτητές για να προχωρήσουν στο Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη.
Και όπως αποκαλύπτει ο Φαρσακίδης, , στις 2 Σεπτεμβρίου 1944, η διμοιρία του 2ου Τάγματος του 31ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, βρισκόταν στην περιοχή όχι τυχαία, αλλά περιφρουρώντας μία σημαντική σύσκεψη στελεχών του ΕΑΜ, η οποία γινόταν στον παλιό εξοχικό οικισμό του χωριού.
Σημειώνουμε εδώ ότι ο Γιώργος Φαρσακίδης, έχει τιμηθεί κατ’ επανάληψη τα τελευταία χρόνια για την καλλιτεχνική του προσφορά αλλά και τους αγώνες του στην Εθνική Αντίσταση.
Πως έγινε η επίθεση κατά των Γερμανών
Ο Γιώργος Φαρσακίδης περιέγραψε το πώς έγινε η επίθεση κατά του Γερμανικού αυτοκινήτου στο Χορτιάτη:
«Το χωριό Χορτιάτης, σε μικρή απόσταση από τη Θεσσαλονίκη, στη διάρκεια της κατοχής υπήρξε ένα από τα προπύργια του Απελευθερωτικού μας κινήματος, φιλόξενο καταφύγιο των στελεχών του και κέντρο διερχομένων για τα τμήματα του ΕΛΑΣ.
Στο τάγμα μας, το 2/31, ή «Τάγμα Χορτιάτη» όπως το λέγαμε, ένα μεγάλο ποσοστό των μαχητών του το αποτελούσαν Χορτιατινοί. Με την προοπτική της αποχώρησης των Γερμανών, σαν χωριό ο Χορτιάτης, έπρεπε να πάψει να αποτελεί απειλή στα νότα των απερχόμενων γερμανικών στρατευμάτων….
Στις 1 του Σεπτέμβρη 1944 το απόγευμα κατηφορίσαμε με τον Λόχο Επονιτών, τις πλαγιές του Χορτιάτη στήσαμε τα φυλάκιά μας και σκορπίσαμε στο χώρο της παλιάς κατασκήνωσης των προσκόπων. Η Θεσσαλονίκη απλώνεται μπροστά μας λουσμένη στις ανταύγειες του ήλιου που πάει να βασιλέψει στις κορφές του Ολύμπου κι έχει κοκκινίσει τα νερά του Θερμαϊκού ως εκεί που σμίγει ο ουρανός με τη θάλασσα.
Έχουμε πλησιάσει την πόλη περισσότερο απ’ όποια άλλη φορά και με τα κιάλια μπορούμε να εντοπίσουμε συνοικίες, να ξεχωρίσουμε σπίτια. Μέσα μας έχει φουντώσει η νοσταλγία και η επιθυμία να κατηφορίσουμε όσου πιο σύντομα γίνεται, απελευθερωτές της αγαπημένης μας πολιτείας. Άλλωστε κι ο ερχομός μας εδώ μοιάζει προάγγελος μιας τελικής αναμέτρησης. Με το σούρουπο η διμοιρία μας είχε στήσει ενέδρα πάνω από το μονοπάτι που ανηφορίζει από το Αρσακλί. “Το νου σας” μας λέει ο διμοιρίτης μας, ο Βάγιας Ρικούδης, “περιφρουρούμε διάσκεψη του ΕΑΜ που γίνεται στο χωριό και η ευθύνη μας είναι μεγάλη”…
Με το πρώτο φως της ημέρας ξεκινήσαμε να στήσουμε ενέδρα στη θέση του αρχαίου υδραγωγείου. Ο Βάγιας με τους άλλους πέντε, το αυτόματο και τις δύο χειροβομβίδες πιάσανε θέσεις στις όχθες του ρέματος κατά μήκος της δημοσιάς. Άλλοι τόσοι εμείς, με το πολυβόλο του λόχου, κουρνιάσαμε στα πουρνάρια, στο ψήλωμα πίσω από το υδραγωγείο. Να τους καλύψουμε σε ώρα ανάγκης. Το λιγοστό ψωμοτύρι που μας το είχαν μοιράσει από χτες, το είχαμε φάει και τώρα, που ο ήλιος είχε ψηλώσει για τα καλά, μας έκοψε η πείνα…
Δεν πέρασε μήτε μισάωρο και μακριά στο δρόμο φάνηκε αυτοκίνητο. Φώναξα τον Παντελή που κάπως απρόθυμα κατέβηκε κι έπιασε θέση κοντά μας. Είχαμε συμφωνήσει, αν ήτανε Γερμανοί, να τους χτυπήσουμε σε μερικά μέτρα πριν φτάσουν κοντά μας για να προλάβουμε να οπλίσουμε να τους ρίξουμε πάλι. Με τις πρώτες βολές το αυτοκίνητο, ένα στρατιωτικό ανοιχτό, φρενάρισε απότομα και σταμάτησε εμπρός μας. Δύο Γερμανοί πετάχτηκαν έξω, πιάσανε θέση στην απέναντι πλευρά του δρόμου και άρχισαν να γαζώνουν με τα αυτόματα. Για κάνα δεκάλεπτο να ρίχνουν ριπές και να τους απαντάμε αραιά κάνοντας οικονομία στις σφαίρες με την ελπίδα να σωθούν οι δικές τους και να μην έχουν άλλες δεσμίδες. Σερνάμενος απομακρύνθηκα κάμποσα μέτρα προς τα δεξιά.
Είχαμε συμφωνήσει, μόλις θα τους έκανα νόημα, να ρίξουν απανωτά, να προλάβω να δρασκελίσω το δρόμο. Στην απέναντι, την καμπίσια μεριά του δρόμου, η βλάστηση, θρεμμένη με τα νερά έχει μεταβάλει τον χώρο σε μία μικρή ζούγκλα. Προχωράω με προσοχή να μπω των Γερμανών από πίσω. Με έχουν καταξεσκίσει οι βατσινιές και τώρα που έχουνε σταματήσει οι ριπές, αφουγκράζομαι τον κάθε θόρυβο και δυσκολεύομαι να εντοπίσω το μέρος όπου έχουν λουφάξει οι Γερμανοί.
Άξαφνα, μία ριπή περνάει ξυστά από το μάγουλό μου, και ξεφλουδίζει τη λεύκα. Τρόμαξα με τη σκέψη πως οι Γερμανοί είναι κρυμμένοι καλά, με βλέπουν και δεν τους βλέπω…
Απογοητευμένοι επιστρέψαμε στη δημοσιά. Έρημο το μέρος της σύγκρουσης. Στο αυτοκίνητο ο οδηγός του ακίνητος, πεσμένος πάνω στο τιμόνι με το κεφάλι γυρτό. Διαπιστώνουμε ότι είναι ζωντανός κι ο Σταύρακας του ταρακουνάει τον ώμο: “Κομκαμαράντ”. Το Γερμανάκι ανασηκώνει αργά το κεφάλι. Είναι δεν είναι δεκαοκτώ.
Είμαστε κοντά συνομήλικοι και σκέφτομαι ότι μπορούσαμε να ήμασταν φίλοι….
Από το χωριό κατέβηκαν δύο συναγωνιστές μας του λόχου με μερικούς χωριανούς κι ήρθαν κοντά μας. Με δυσκολία σηκώσαμε όρθιο το Γερμανάκι που με κοιτάει τρομαγμένο και κάτι ψελλίζει στη γλώσσα του. “Βοηθάτε” λέω στους δικούς μας “πιάστε τον απ’ τις μασχάλες με προσοχή”. Νιώθω την ανάγκη να απαλύνω τις τελευταίες στιγμές του, να του δώσω ελπίδα. Προσπαθώ, να τον πείσω ότι εκεί που θα πάει υπάρχει “όσπιταλ” και “ντοκτόρ” που θα τον κάνουνε “γκουντ”. “Κρίμα τον μπάσταρδο” μουρμουράει στεναχωρημένος κι ο Σταύρακας “κι είχε χρόνια μπροστά του να ζήσει”. Στο αυτοκίνητο εκτός από το πιστόλι ένα αυτόματο “στάγιερ”, δεσμίδες αυτόματου, έξι χειροβομβίδες και ένα μακρύκανο. Όλα αυτά, εκτός από τον ζωστήρα με το πιστόλι που είχε κρατήσει ο Σταύρακας και από μία χειροβομβίδα του καθενός, μαζί με το Γερμανάκι, τα είχαμε στείλει στο λόχο…
Προτού ξαναξεκινήσει η φάλαγγα άφησαν κοντά μου μία πεντάδα να περιμένουμε να έρθουν κι οι άλλοι. Από τη μεριά του χωριού άρχισαν να ανεβαίνουν οι πρώτοι καπνοί. “Βάλανε φωτιά στο χωριό” είπε κάποιος. Σφίχτηκε η καρδιά μας μα κανείς μας δεν μπορούσε να προβλέψει το μέγεθος της τραγωδίας που ακολούθησε.
Για τη νύχτα, σταμάτησε η φάλαγγα κάπου ανάμεσα Περιστεράς και Λιβάδι και η διμοιρία μας είχε στήσει φυλάκιο στη ρεματιά λίγο πιο πέρα. Ολη νύχτα να καταφτάνουν απ’ το χωριό όσοι κατάφεραν να σωθούν, μάρτυρες της θηριωδίας εκείνης. “Τον πατέρα…τη γυναίκα σου.. το παιδί… το μωρό σου..”.
Όλη νύχτα ο αέρας να φέρνει και στη δική μας τη ρεματιά τα βογκητά και τους θρήνους. Κι όλη τη νύχτα να μη στεγνώσουν τα μάτια μου. Και να μη μπορώ ν’ αποδιώξω από το νου μου την εικόνα της φρίκης και τον φόβο στο μάτι του νεαρού Γερμανού στρατιώτη, που δεν ήθελε να πεθάνει”.