Η Αυτόνομη Δημοκρατία του Πόντου ήταν μια ιδέα των Ποντίων ηγετών για την απόκτηση της πολιτικής ανεξαρτησίας, λόγω του ότι από το 1916 είχε ξεκινήσει η Γενοκτονία από τους Νεότουρκους. Η προσπάθεια αυτή άρχισε το 1917 και κατέρρευσε οριστικά με τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Οι περιορισμένες δυνατότητες της Ελλάδας λόγω της καθυστερημένης εισόδου στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν επέτρεψαν την υποστήριξη των ποντιακών αιτημάτων.
Οι Πόντιοι θα παρέμβουν ως δεύτερη ελληνική αντιπροσωπεία στο Συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι τον Δεκέμβριο του 1919, διεκδικώντας χωρίς επιτυχία την πολιτική αυτονομία του μικρασιατικού Πόντου. Στη Συνδιάσκεψη αγνοήθηκε το Ζήτημα του Πόντου, ενώ ο ίδιος μοιράστηκε σε δύο τμήματα: το δυτικό τμήμα θα ανήκε στην Τουρκία και το Ανατολικό στην Αρμενία.
Στις προτάσεις των Ποντίων αυτονομιστών, η Τραπεζούντα θα ήταν η πρωτεύουσα της Δημοκρατίας, το οικόσημο θα ήταν ο μονοκέφαλος αετός, σύμβολο της δυναστείας των Κομνηνών, των κυβερνητών της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας.
Τελικά η εμφάνιση του εθνικιστικού κεμαλικού κινήματος οδήγησε στην ολοκλήρωση της Γενοκτονίας που είχε ήδη ξεκινήσει το 1916. Οι επιζώντες Έλληνες του Πόντου απελάθηκαν για την Ελλάδα μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης.
Η διεθνής βιβλιογραφία και τα κρατικά αρχεία πολλών χωρών εμπεριέχουν πλήθος μαρτυριών για τη γενοκτονία που διαπράχθηκε κατά των Ποντίων κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η γενοκτονία πραγματοποιήθηκε παράλληλα με γενοκτονίες σε βάρος και άλλων πληθυσμών, δηλαδή των Αρμενίων και των Ασσυρίων, με αποτέλεσμα ορισμένοι ερευνητές να θεωρήσουν τις επιμέρους διώξεις ως τμήματα μιας ενιαίας γενοκτονικής πολιτικής σε βάρος των Ελλήνων ή γενικότερα των Χριστιανών της Μικράς Ασίας.
Κατόπιν εισήγησης του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τη γενοκτονία το 1994 και ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο» και το 1998, επίσης ομόφωνα, ψήφισε την ανακήρυξη της 14ης Σεπτεμβρίου ως «Ημέρα Εθνικής Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης από το Τουρκικό Κράτος».
Ιστορία
Οι Έλληνες άρχισαν να ιδρύουν αποικίες στην ακτή του Πόντου το 800 π.Χ. και κατά την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου οι ντόπιοι είχαν εξελληνιστεί σε σημαντικό βαθμό. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. η ελληνική γλώσσα είχε γίνει η μόνη ομιλούμενη γλώσσα στη περιοχή και κράτησε το καθεστώς αυτό για χίλια ακόμη χρόνια. Ο Πόντος ήταν μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και έπειτα μέρος της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, διάδοχου κράτους του Βυζαντίου. Το 1461 η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέκτησε τον Πόντο, αλλά η απομονωμένη ορεινή περιοχή παρέμεινε κυρίως ελληνόφωνη για πολλούς αιώνες ακόμα.
Άποψη της Αγίας Σοφίας της Τραπεζούντας
Στις αρχές της δεκαετίας του 1830 ιδρύθηκε το σύγχρονο ελληνικό κράτος, με μικρότερη έκταση από τη σημερινή. Οι Έλληνες διεκδίκησαν εδάφη στα οποία ζούσε σημαντικός αριθμός Ελλήνων. Οι Πόντιοι ζούσαν μακριά από τα εδάφη του νέου ελληνικού κράτους, είχε λίγες διασυνδέσεις με αυτό και επομένως δεν υπήρξε ποτέ ισχυρή επιδίωξη υπέρ της προσάρτησης του στην Ελλάδα.Εκείνη την εποχή, οι Πόντιοι μετανάστευσαν στα παραπλήσια ορθόδοξα κράτη, τη Ρωσική Αυτοκρατορία και τη Γεωργία.
Το 1904 ιδρύθηκε μια μυστική εταιρεία, η Ποντιακή Εταιρεία, στην πόλη της Μερζιφούντας. Στόχος της ήταν η δημιουργία ανεξάρτητης ποντιακής δημοκρατίας. Το κίνημα έλαβε σημαντική λαϊκή υποστήριξη στις δεκαετίες του 1910 και του 1920. Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος Φιλιππίδης, ο οποίος έγινε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών αργότερα, έγινε σημαντικό πρόσωπο της εκστρατείας υπέρ της ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου. Οι διεθνείς εταιρείες των Πόντιων συνδέθηκαν με την Ποντιακή Εταιρεία της Μερζιφούντας και έκαναν σημαντικές πιέσεις υπέρ της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου ποντιακού κράτους, κυρίως στη Ρωσία και τις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Λεωνίδας Ιασωνίδης έγινε ο κύριος ηγέτης του κινήματος υπέρ της ίδρυσης ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου.
Τα ποσοστά των εθνικοτήτων στα Οθωμανικά βιλαέτια της Μικρασίας, σύμφωνα με την Οθωμανική απογραφή του 1914
Το 1916, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Τραπεζούντα έπεσε υπό την κατοχή των Ρωσικών δυνάμεων, υποκινώντας την ιδέα ανεξάρτητου Ποντιακού κράτους. Επειδή οι Μπολσεβίκοι ανέλαβαν την εξουσία με την Οκτωβριανή Επανάσταση (στις 7 Νοεμβρίου 1917) οι Ρωσικές δυνάμεις αποχώρησαν από τη περιοχή για να συμμετάσχουν στον Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο (1917 – 1923).
Όπως οι Αρμένιοι, οι Ασσύριοι και οι Έλληνες στα υπόλοιπα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Έλληνες της επαρχίας Τραπεζούντας υπέφεραν από γενοκτονία στις αρχές του 20ού αιώνα, πρώτα από τους Νεότουρκους και έπειτα από τις δυνάμεις των Κεμαλιστών. Και στις δύο περιπτώσεις, το κίνητρο ήταν ο φόβος ότι οι Τούρκοι θα απωλέσουν τις επικράτειες υπέρ των αυτόχθονων πληθυσμών των Ελλήνων, των Ασσυρίων και των Αρμενίων, καθώς και η πολιτική του εκτουρκισμού. Οι πορείες θανάτου στο ορεινό έδαφος της Τουρκίας, η καταναγκαστική εργασία στα τάγματα εργασίας της Μικρασίας και οι σφαγές από τις ομάδες ατάκτων του Τοπάλ Οσμάν οδήγησαν στον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων Ποντίων το 1915 – 1922. Ο Ελληνικός πληθυσμός της Τραπεζούντας δεν στοχεύθηκε άμεσα, καθώς οι τοπικές αρχές αρνήθηκαν να προμηθεύσουν τον σφαγέα Τοπάλ με όπλα, ενώ οι ντόπιοι Τούρκοι έδιωξαν τις συμμορίες του από την πόλη. Οι ντόπιοι Μουσουλμάνοι της περιοχής διαμαρτυρήθηκαν για τις συλλήψεις σημαντικών Χριστιανών.
Οι Πόντιοι που διέφυγαν τις πορείες θανάτους κατέφυγαν στα βουνά μαζί με γυναίκες και παιδιά, όπου σχημάτισαν ομάδες αυτοάμυνας για τη προστασία των Ελλήνων και των Αρμενίων της περιοχής, οι οποίες υπήρξαν μέχρι τη συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών το 1923. Οι ομάδες αυτοάμυνας, σύμφωνα με εκτιμήσεις, έσωσαν τις ζωές πάνω από 60 χιλιάδων Ποντίων και Αρμενίων.
Στις 8 Ιανουαρίου 1918 ο Αμερικανός πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον δημοσίευσε τα Δεκατέσσερα Σημεία του για μια μεταπολεμική τάξη. Το δωδέκατο σημείο ανέφερε τα εξής: “Το τουρκικό τμήμα της παρούσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα πρέπει να εξασφαλίζεται ως ασφαλές και κυρίαρχο, ενώ στις εθνικότητες οι οποίες βρίσκονται σήμερα υπό τουρκική κυριαρχία θα πρέπει να εξασφαλιστεί μια αδιαμφισβήτητη ασφάλεια της ζωής και μια απολύτως ανενόχλητη ευκαιρία για αυτόνομη ανάπτυξη. Τα δε Δαρδανέλια θα πρέπει να ανοίξουν οριστικά, και η ελεύθερη διέλευση των πλοίων και του δι’ αυτών εμπορίου, με όφελος όλων των εθνών θα πρέπει να καλύπτεται με διεθνείς εγγυήσεις.”. Αυτή η διακήρυξη οδήγησε σε σημαντικές εξελίξεις εκ μέρος των μη τουρκικών εθνοτήτων στη Μικρασία, συμπεριλαμβανομένου του Πόντου. Το 1918–1919, ο Έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ξεκίνησε μια διαδικασία καταβολής οικονομικής ενίσχυσης στους Πόντιους που μετανάστευσαν στη Ρωσία λόγω των ταραχών πριν αλλά και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με στόχο τον επαναπατρισμό τους.
Μετά την ανακωχή του Μούδρου, η οποία έληξε τις αψιμαχίες μεταξύ των Συμμάχων και των Οθωμανών στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατέφθασαν βρετανικά στρατεύματα στη Σαμψούντα, τα οποία κατέλαβαν μεγάλο μέρος του Πόντου.
Παραδοσιακό χωριό του Πόντου
Περίπου την ίδια περίοδο, καθώς άρχιζαν οι διαπραγματεύσεις στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού το 1919 με στόχο τη λύση των εδαφικών ζητημάτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Χρύσανθος κατέφθασε στις 29 Απριλίου 1919 προκειμένου να ασκήσει πιέσεις υπέρ της ανεξαρτησίας του Πόντου. Εκεί παρουσίασε μια δεκαοχτασέλιδη έκθεση με επιχειρήματα υπέρ της ίδρυσης της Αυτόνομης Δημοκρατίας του Πόντου.Η προτεινόμενη Δημοκρατία του Πόντου επρόκειτο να συμπεριλάβει τις επαρχίες Τραπεζούντας, Σαμψούντας, Σινώπης και Αμάσειας. Τα εδάφη της δημοκρατίας του Πόντου κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του βορειοανατολικού μέρος του τουρκικού γεωγραφικού διαμερίσματος του Ευξείνου Πόντου.
Στη διάσκεψη, ο Βενιζέλος πίστευε ότι μια ανεξάρτητη δημοκρατία του Πόντου ήταν πολύ απομακρυσμένη για να παρασχεθεί ελληνική στρατωτική βοήθεια και εξαιρετικά αδύναμη να υπερασπιστεί τον εαυτό της έναντι μιας τουρκικής επίθεσης. Γι’ αυτό, ο Βενιζέλος ήταν κατά της δημιουργίας ενός ποντιακού κράτους και η συζήτηση για μια ενδεχόμενη ποντιακή ανεξαρτησία τελείωσε σε μεγάλο βαθμό.
Αργότερα, ο Βενιζέλος πρότεινε την ένταξη της επαρχίας Τραπεζούντας στο νεοσύστατο αρμενικό κράτος, αλλά η ιδέα δεν απέκτησε την εύνοια των Συμμάχων. Η συζήτηση για την παραχώρηση της Τραπεζούντας στην Αρμενία σύντομα έκλεισε, λόγω του τουρκοαρμενικού πολέμου, του πολέμου ανεξαρτησίας της Τουρκίας και την κατάληψη της Αρμενίας από τους Μπολσεβίκους, ένα χρόνο αργότερα.Τον Μάιο του 1919, ο επικεφαλής του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού για την περιοχή του Πόντου έγραψε μια αναφορά, αναφέροντας ότι η ασφάλεια του πληθυσμού ήταν πολύ επισφαλής και ο πληθυσμός χρειαζόταν επειγόντως βοήθεια.
Το 1921 μεγάλο μέρος των Ορθόδοξων Χριστιανών ανδρών του Πόντου απελάθηκε και εστάλη σε τάγματα εργασίας στο Ερζερούμ. Εκείνη την εποχή έδρασε ένα “Ειδικό Δικαστήριο της Τουρκικής Ανεξαρτησίας” στην Αμάσεια, το οποίο καταδίκασε πολλά σημαντικά πρόσωπα σε θάνατο δια απαγχονισμού. Το δικαστήριο ήταν υπό τον έλεγχο των τούρκων εθνικιστών του Μουσταφά Κεμάλ. Μεταξύ αυτών ήταν ο Ματθαίος Κωφίδης, πρώην βουλευτής του Οθωμανικού κοινοβουλίου. Κατηγορήθηκαν για υποστήριξη του κινήματος ανεξαρτησίας του Πόντου.
Επακόλουθα
Ένα μεγάλο μέρος των Ποντίων μετεγκαταστάθηκαν κατά τη διάρκεια των μαχών και μετά τη συνθήκη της Λωζάνης το 1923, κατά τη διάρκεια της ελληνοτουρκικής ανταλλαγής πληθυσμού. Σύμφωνα με τις καταγραφές 182.169 Πόντιοι εκτοπίστηκαν λόγω της ανταλλαγής πληθυσμού. Πολλοί Πόντιοι έφυγαν για τη Σοβιετική Ένωση, που ήταν ο χώρος παλαιότερων ποντιακών μεταναστεύσεων και έτσι είχαν οικογενειακή σύνδεση. Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους μετεγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα όπου τους δόθηκαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα και ιθαγένεια. Σήμερα, οι Πόντιοι της Ρωσίας που μεταναστεύουν από τη Ρωσία λαμβάνουν παρόμοια προνόμια.
Πηγή: el.wikipedia.org