Χωρίς πίεση για πρόσθετη λιτότητα θα διεξαχθούν το φθινόπωρο οι διαπραγματεύσεις του υπουργείου Οικονομικών με τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς, καθώς η Ελλάδα είναι μία από τις ελάχιστες χώρες της ευρωζώνης που δεν απαιτείται να βελτιώσουν κι άλλο τη δημοσιονομική τους θέση, προκειμένου να μειωθεί το χρέος τους, όπως γνωμοδότησε στην προχθεσινή συνεδρίαση του Eurogroup το κράτη Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ).
Σύμφωνα με την έκθεση του ΕΔΣ, που παρουσίασε στους υπουργούς Οικονομικών ο Δανός πρόεδρός του, καθηγητής Niels Thygesen, οι περισσότερες χώρες της ευρωζώνης έχουν ανάγκη το 2024 για μέτρα λιτότητας, που θα βελτιώσουν το διαρθρωτικό πρωτογενές αποτέλεσμα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μειωθεί το χρέος τους.
Ειδικότερα, η έκθεση που αποτελεί οδηγό πολιτικής για το Eurogroup καταλήγει στο συμπέρασμα ότι συνολικά 14 κράτη μέλη της ευρωζώνης πρέπει να βελτιώσουν το διαρθρωτικό πρωτογενές αποτέλεσμα του προϋπολογισμού τους τον επόμενο χρόνο και μάλιστα σε μία περίπτωση (Σλοβακία) η διόρθωση που απαιτείται για μείωση χρέους είναι πολύ μεγάλη, πλησιάζοντας το 2% του ΑΕΠ.
Κατά μέσο όρο, για την επίτευξη μείωσης χρέους, το οποίο διογκώθηκε υπέρμετρα στη διάρκεια της πανδημίας και, αργότερα, με την ενεργειακή κρίση, τα κράτη της ευρωζώνης χρειάζεται να βελτιώσουν κατά μισή μονάδα του ΑΕΠ το διαρθρωτικό πρωτογενές αποτέλεσμα.
Αντίθετα, η Ελλάδα είναι μια από τις λίγες χώρες που εκτιμάται ότι το 2024 δεν θα χρειασθεί να βελτιώσει το διαρθρωτικό πρωτογενές αποτέλεσμα του προϋπολογισμού, μαζί με την Κύπρο και την Πορτογαλία (όχι τυχαία, πρόκειται για χώρες που πέρασαν από μνημόνια).
Για να πάρει η Ελλάδα την… άδεια του ΕΔΣ να μην προχωρήσει σε άλλα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής πρέπει να σημειωθεί ότι η χώρα έχει ήδη υποβάλει ένα πολύ φιλόδοξο Πρόγραμμα Σταθερότητας, τον Απρίλιο, το οποίο προβλέπει ότι από το 2024 θα επιτυγχάνονται υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, άνω του 2% του ΑΕΠ.
Αυτός ο στόχος, που δημιουργεί σοβαρούς περιορισμούς στην οικονομική πολιτική, θα ήταν επιθυμητό από την κυβέρνηση να αλλάξει και να μειωθεί χαμηλότερα από το 2% του ΑΕΠ, όμως η Κομισιόν δεν αναμένεται να επιτρέψει τέτοιες συζητήσεις, καθώς έχει κρίνει, στο πλαίσιο της ανάλυσης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, ότι αυτό εντάσσεται στην κατηγορία υψηλού μεσοπρόθεσμου κινδύνου.
Το Συμβούλιο διατυπώνει αισιόδοξες εκτιμήσεις για το ελληνικό χρέος, προβλέποντας σημαντική μείωση το 2024, όπως φαίνεται στο γράφημα (μαύρη μπάρα):
Οι προβλέψεις του ΕΔΣ για το χρέος των κρατών της ευρωζώνης
Σημειώνεται ότι το διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο, στο οποίο εστιάζει την ανάλυσή του το ΕΔΣ, είναι ένα μέτρο της δημοσιονομικής πολιτικής ενός κράτους που δεν λαμβάνει υπόψη τις κυκλικές διακυμάνσεις της οικονομίας. Υπολογίζεται αφαιρώντας από το πρωτογενές ισοζύγιο το κόστος των δομικών διακυμάνσεων της οικονομίας, όπως οι κύκλοι οικονομικής ανάπτυξης και ύφεσης. Το διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο είναι ένα σημαντικό μέτρο της δημοσιονομικής υγείας ενός κράτους, καθώς παρέχει μια εικόνα για τη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική του κατάσταση.
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει τονίσει ότι «το 2023, με την άρση των έκτακτων μέτρων της πανδημίας και τον περιορισμό των δημοσιονομικών παρεμβάσεων που αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, αναμένεται να αποκατασταθεί η δημοσιονομική ισορροπία με την επιστροφή σε διαρθρωτικό πρωτογενές πλεόνασμα. Αυτό σημαίνει ότι η διάρθρωση του Κρατικού Προϋπολογισμού είναι τέτοια ώστε να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα χωρίς την ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων, γεγονός που είναι απόρροια της διαρθρωτικής δημοσιονομικής προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων των προηγούμενων ετών.
Η ικανότητα της χώρας να παράγει διαρθρωτικά πρωτογενή πλεονάσματα αποτελεί σημαντικό στοιχείο αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής, καθώς δεν χρειάζεται η λήψη επιπλέον μέτρων για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά της δομής του δημόσιου χρέους, καθιστά τη δυναμική του λόγου χρέους/ΑΕΠ ιδιαίτερα ανθεκτική σε αρνητικές διαταραχές μεσοπρόθεσμα, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας».
Κερδισμένη η Ελλάδα από τον πόλεμο…
Μια ακόμη ενδιαφέρουσα παρατήρηση από την έκθεση του ΕΔΣ είναι ότι η Ελλάδα, σε αντίθεση με τα περισσότερα κράτη της ευρωζώνης, βγήκε κερδισμένη, δηλαδή με βελτίωση του εθνικού εισοδήματος, από την αναταραχή που προκάλεσε στις οικονομίες ο πόλεμος στην Ουκρανία.
«Ο κλυδωνισμός των όρων εμπορίου επηρέασε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, αλλά τα τρωτά σημεία διέφεραν σημαντικά», σημειώνει το Συμβούλιο. «Οι διαφορές μπορούν να εξηγηθούν από τους διαφορετικούς βαθμούς έκθεσης στη Ρωσία και την Ουκρανία, καθώς και από το ενεργειακό μείγμα, το μερίδιο της ενέργειας στην κατανάλωση ενός νοικοκυριού και την ενεργειακή ένταση της βιομηχανίας», εξηγεί.
Όπως επισημαίνεται, «για τις περισσότερες χώρες της ζώνης του ευρώ, η διαταραχή των όρων εμπορίου έχει μειώσει το πραγματικό εισόδημα κατά 1% έως 4% του ΑΕΠ. Ωστόσο, η διακύμανση ήταν μεγάλη στα άκρα. Η Λιθουανία υπέστη μείωση του ΑΕΠ σχεδόν 7%, ενώ άλλες, όπως η Ελλάδα, επωφελήθηκαν από τη μεταβολή των όρων εμπορίου».
Η επίδραση του πολέμου στο ΑΕΠ των χωρών της ευρωζώνης