«Περνούσαν οι τουρκικές ντακότες πάνω από τα κεφάλια μας.. Μπορούσαμε να τις καταρρίψουμε και να μην γίνει ποτέ η ρίψη αλεξιπτωτιστών στο νησί. Όμως η διαταγή ήταν να ανοίξουμε πυρ μόνο μετά επίθεση των Τούρκων!!!»
«Κατά την εκεχειρία και την κατάπαυση του πυρός η Τουρκία προχώρησε σε απόβαση μεγάλου αριθμού στρατιωτικών δυνάμεων και όπλων… Ξέραμε ότι ετοιμάζουν νέα, μεγάλη επίθεση… Και πολεμήσαμε απέναντι στα πολυβόλα, μόνο με τον ατομικό μας οπλισμό…»
«Νιώθω προδομένος… Μετά από τόσα χρόνια δεν υπάρχει ούτε μια πρόταση στην Ελληνική ιστορία για τον τεράστιο αγώνα που δώσαμε… Πολεμήσαμε σώμα με σώμα! Πολλά αδέρφια μας σκοτώθηκαν, πολλοί αγνοούνται μέχρι σήμερα… Τιμήσαμε τη στολή του Έλληνα στρατιώτη… Το υποτιθέμενο άνοιγμα του «φακέλου της Κύπρου» είναι γενικά συμπεράσματα… Χωρίς ονόματα… Χωρίς απόδοση ευθυνών… Τιμωρήθηκε κανείς;… Ναι, η τραγωδία της Κύπρου ήταν προδοσία»…
Ο Αθανάσιος Στάϊκος το 1974 ήταν 20χρονος στρατιώτης στην Κύπρο… Ήταν μέλος της ΕΛΔΥΚ… Έζησε τις σκληρές μέρες του Ιουλίου και του Αυγούστου του 1974… Πολεμώντας στην πρώτη γραμμή.
Σήμερα, 49 χρόνια μετά δεν ζητάει τίποτα για τον εαυτό του… Μόνο δικαίωση για τον αγώνα και για αυτούς που χάθηκαν για πάντα… Για τις μανάδες που ακόμη ρωτάνε να μάθουν για τα παιδιά τους που δεν ξαναγύρισαν… Για την μεγάλη εθνική τραγωδία… Γιατί «η Κύπρος δεν κείται μακράν»… Η Κύπρος είναι κομμάτι του Ελληνισμού…
Όταν ξεκίνησα να πάω να συναντήσω τον Θανάση Στάικο, ήξερα ότι πηγαίνω να πιάσω πυρωμένο σίδερο.
Αρχικά τον είχα ακούσει να μιλάει. Μετά γνωριστήκαμε, είπαμε μερικές κουβέντες… Λίγες αλλά αρκετές για να καταλάβω τι κουβαλούσε αυτός ο άνθρωπος μέσα στην ψυχή του…
Όταν έφτασα στο σπίτι του ήταν νωρίς απόγευμα. Όταν τελειώσαμε ήταν νύχτα…
Πήγα μόνος. Πήρα μαζί μου τον εντελώς απαραίτητο εξοπλισμό. Αδιαφορώντας για τις πιθανές τεχνικές ατέλειες που ενδεχομένως προέκυπταν. Το περιεχόμενο ήταν η αξία…
Όταν άρχισε να πέφτει το σκοτάδι ίσα-ίσα που ανάψαμε το φωτισμό στο μπαλκόνι. Ήξερα ότι δεν επαρκούσε, αλλά προτιμούσα ένα κακοφωτισμένο πλάνο, παρά να διακόψουμε τον ειρμό, τη φόρτιση των στιγμών. Η συζήτηση – η αφήγηση για την ακρίβεια – είχε φτάσει στην κορύφωσή της!!!
Όταν τελείωσε η συνομιλία κι έκλεισα τις κάμερες και απλά …..αναπνέαμε… Τίποτε άλλο.
Είμαι Πόντιος πρώτης γενιάς. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στον Καύκασο. Ήρθε παιδί στην Ελλάδα.
Μεγάλωσα ακούγοντας τραγούδια της προσφυγιάς. Του Πόντου απ’ τη μια μεριά και τα μικρασιάτικα του Μαρμαρά απ’ την άλλη.
Ίσως αυτό το φώλιασμα του πόνου στην ψυχή, από παιδί ακόμη, ήταν αυτό που μ’ έκανε να νιώσω το δράμα των αδικοχαμένων και των προσφύγων της Κύρπου σαν ένα δικό κομμάτι ψυχής.
Βλέποντας τις φωτογραφίες με τις χαροκαμένες μάνες που μέχρι την τελευταία τους πνοή ρωτούσαν για τους λεβέντες που κανείς δεν έμαθε τι απέγιναν, ήταν σαν να έβλεπα εκείνη τη αιωνόβια γιαγιά που συνάντησα μια φορά στο Τσερμένι.
Με πλησίασε και με ρώτησε: «Η σην πατρίδαν απ’ όθεν είσαι?» «Α σο Τσαμουρ έρθεν ο παπα ‘μ», της απάντησα… Και θυμάμαι…. εκείνα τα μάτια… Πως θόλωσαν…. Το πεντακάθαρο μαντήλι που έβγαλε απ’ τον κόρφο της και σκούπισε τα δάκρυά της…
«Αχ! Πατρίδα ‘μ», είπε…
Μπορεί να πέρασαν το χρόνια…. Αλλά η προσφυγιά είναι μια «αρρώστια» που δεν γιατρεύεται… Περνάει από γενιά σε γενιά…
Το Κυπριακό πάντα με συγκινούσε ιδιαίτερα. Διάβαζα ό,τι σχετικό έβρισκα. Άρθρα, βιβλία… Παρακολουθούσα και αποθήκευα ντοκυμαντέρ, μαρτυρίες, συνεντεύξεις. Κι όσο διάβαζα, όσο άκουγα, ένιωθα ότι πάντα κάτι μου έλειπε… Όταν γνώρισα τον Θανάση Στάϊκο, τότε κατάλαβα τι ήταν αυτό …
Ήθελα να αγγίξω αυτή την τρομερή αλήθεια, ήθελα να κάνω κάτι ώστε να μείνει ακόμη ένα αποτύπωμα σε όλα αυτά που με τόσο κυνικό τρόπο τα αποσιώπησαν… Σαν να μην συνέβησαν ποτέ…
Δεν ήθελα μια συνέντευξη με «κανόνες». Έψαχνα να βρω μια μαρτυρία, μια αφήγηση που να την κατανοεί ένα παιδί… Γιατί εμείς έχουμε μνήμες από τις τρομερές εκείνες μέρες… Οι επερχόμενες γενιές απομακρύνονται όλο και πιο πολύ από την γνώση…. Όχι με δική τους ευθύνη. Είναι γιατί όσο περνάει ο καιρός τόσο πιο φανερό γίνεται ότι ο «Αττίλας» επιδιώκεται να περάσει κάπου σαν να μην υπήρξε.
Όταν δημοσιεύτηκε η συνέντευξη κατάλαβα ότι έγινε κάτι καλό. Ο λόγος ήταν ένας και αποκαλυπτικός: Τα πρώτα σχόλια ήταν ειρωνικά, προσβλητικά, επιθετικά… Γεμάτα κακία… Όπως αντιδρούνε πάντα οι «γνωστοί-άγνωστοι»…
«Άγνωστα» και εμφανώς ψεύτικα προφίλ επιχειρούσαν να ακυρώσουν την πορεία του ντοκουμέντου στον κόσμο, από το ξεκίνημα. Να την παρουσιάσουν σαν κάτι «φαιδρό», αναξιόπιστο. Από έναν «άσχετο», κακό δημοσιογράφο… Τότε σιγουρεύτηκα ότι έγινε κάτι καλό. Είπα μέσα μου: «Για να βρίζουν έτσι, κάτι καλό έγινε»…
Στην πραγματικότητα εγώ δεν έκανα σχεδόν τίποτα. Και ίσως είναι πλεονασμός ότι πρόκειται για «συνέντευξη»…
Είναι αφήγηση της μιας ανάσας. Μια κατάθεση ψυχής…
Δεν πήγα για να συνομιλήσω με τον Θανάση Στάικο. Πήγα για να μου μιλήσει.
Κάθισα απέναντι του όπως θα καθόταν ένα άνθρωπος που ακούει για πρώτη φορά ότι υπήρξε «Αττίλας»…. Όπως όλα τα ανυποψίαστα νέα παιδιά που κάπου … κάτι άκουσαν …για μια Κύπρο που ένα κομμάτι της βρίσκεται ακόμη υπό κατοχή.
Με την «ενωμένη Ευρώπη» να σφυρίζει αδιάφορα.
Αλλά σάματις οι Ευρωπαίοι μας φταίνε όταν η Κύπρος «κείται μακράν» για την (τότε) και τις μετέπειτα ελληνικές κυβερνήσεις…
Άφησα τον Θανάση Στάικο να ανοίξει την καρδιά του….